Skip to main content

Η ζωή του φιλοσόφου

Βάθρο ιδεολογικό, λοιπόν, της δημοκρατικής πολιτείας είναι η ελευθερία· αυτό δηλαδή συνηθίζουν να λέγουν, ότι μόνο στην πολιτεία αυτή μετέχουν ελευθερίας· γιατί σε αυτό αποσκοπεί, λέγουν, κάθε δημοκρατία. Ένα στοιχείο της ελευθερίας είναι το άρχεσθαι και άρχειν εκ περιτροπής, καθώς το δημοκρατικό δίκαιον επιβάλλει την κατ’ αριθμόν ισότητα και όχι την κατ’ αξίαν·
(Αριστοτέλης, Πολιτικά, βιβλίο ΣΤ’, 1317a-1317b. Μετάφραση: Περί της Πολιτικής, Επίλεκτα Κείμενα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος)

O Αριστοτέλης σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του υπήρξε η ενσάρκωση του ορθού μέτρου. Θεωρούσε ως υπέρτατο αγαθό την αρετή της μεσότητος, απαλλαγμένη από κάθε υπερβολή και έλλειψη, οι οποίες αποτελούν για τον ίδιο μέγιστες κακίες. Κατανοούσε την αξία που είχε η μέτρια απόλαυση των υλικών αγαθών, άποψη που είχε ανάγει σε στάση ζωής. Η πολυμερής φιλοσοφική και επιστημονική του δράση αποδεικνύουν ότι ήταν προικισμένος με ισχυρή βούληση και ικανότητα διάγνωσης των πραγματικών καταστάσεων.

Ήταν ένας βαθιά συναισθηματικός άνθρωπος, με έμφυτη ευγένεια.  Τον χαρακτήριζαν η τρυφερότητα της ψυχής του, η φιλική του αφοσίωση, η αγάπη και η ιδιαίτερη μέριμνα προς τα μέλη της οικογένειάς του και του φιλικού του περιβάλλοντος, όπως καταδεικνύει το κείμενο της διαθήκης του που διασώζεται από τον Διογένη τον Λαέρτιο. Απαλλαγμένος από κάθε αλαζονική συμπεριφορά, διακρινόταν για την φιλανθρωπία του και την βαθύτατη ανθρωπιστική και ευεργετική του διάθεση.`

Κείμενο: Αθηνά Μαραθιανού/αρχαιολόγος

 

ΚΑΤΑΓΩΓΗ

Τον 4ο π.Χ. αιώνα τα Στάγειρα ήταν μια μικρή πόλη της Χαλκιδικής, η οποία υπαγόταν στη δικαιοδοσία του βασιλιά της Μακεδονίας. Εκεί γεννήθηκε το 384 π.Χ. ο Αριστοτέλης, που έμελλε να γίνει ένας από τους πλέον σημαντικούς Ελληνες φιλοσόφους της αρχαιότητας. Σήμερα η περιοχή ονομάζεται Λιοτόπι και βρίσκεται μισό χιλιόμετρο νότια του χωριού Ολυμπιάδα. Ο Αριστοτέλης καταγόταν από σημαντική και πλούσια οικογένεια. Ο πατέρας του Νικόμαχος ανήκε στο γένος των Ασκληπιάδων και οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι ήταν προσωπικός γιατρός, φίλος και σύμβουλος του βασιλιά Αμύντα Β’, πατέρα του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας. Η μητέρα του, Φαιστίδα, καταγόταν από τη Χαλκίδα. Ο Αριστοτέλης πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Πέλλα, στη μακεδονική βασιλική Αυλή. Οι γονείς του πέθαναν όταν ήταν ακόμη παιδί και την ανατροφή του ανέλαβε ένας συγγενής και φίλος του πατέρα του, ο Πρόξενος. Αργότερα, ως ενήλικας, ο Αριστοτέλης υιοθέτησε ο ίδιος το γιο του Πρόξενου, Νικάνορα, και τον πάντρεψε με την Πυθιάδα, κόρη του από την πρώτη του γυναίκα, η οποία είχε το ίδιο όνομα.

ΝΕΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Ο Αριστοτέλης σε ηλικία δεκαεπτά ετών (367 π.Χ.) αποφάσισε να αφήσει τη Μακεδονία και να δοκιμάσει την τύχη του στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε ως μέτοικος. Εγινε μέλος της Ακαδημίας του Πλάτωνα και αντί να γίνει γιατρός, όπως ο πατέρας του, προτίμησε να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία και τις επιστήμες. Η Ακαδημία εκείνη την εποχή εξασφάλιζε την καλύτερη εκπαίδευση στην Ελλάδα και είναι σίγουρο ότι ο Πλάτωνας, και η πλατωνική φιλοσοφία, είχε καθοριστική επίδραση στη ζωή και στο έργο του. Οταν ο Αριστοτέλης έφτασε στην Αθήνα ο Πλάτωνας έλειπε στη Σικελία. Ο μεγάλος δάσκαλος επισκεπτόταν συχνά την αυλή του Διονύσιου του Νεότερου στη Σικελία, και προσπαθούσε να πείσει τον τύραννο να συμμεριστεί τις ιδέες του. Στην Ακαδημία έμεινε 20 ολόκληρα χρόνια (367-347 π.Χ.), ως το θάνατο του δασκάλου του, αλλά γι’ αυτό το διάστημα δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες.
Δεν έχουν διασωθεί πολλά στοιχεία για το ρόλο που διαδραμάτισε στην Ακαδημία ως φοιτητής και για τις σχέσεις του με το δάσκαλό του. Λέγεται, πάντως, πως δεν δεχόταν με ευκολία όλες τις θεωρίες του Πλάτωνα. Για ένα διάστημα σίγουρα είχε κερδίσει την εύνοιά του, αφού ο Πλάτωνας τον αποκαλούσε «αναγνώστη» και «νου της σχολής», αλλά αργότερα, όταν οι απόψεις τους διαφοροποιήθηκαν, εκδηλώθηκαν ανάμεσά τους σοβαρές διαφορές και πιθανόν να υπήρξε ένταση στις σχέσεις τους. Εκ των υστέρων, μάλιστα, κάποιοι –πιθανότατα φίλοι του ανιψιού του Πλάτωνα και διαδόχου του στη διεύθυνση της σχολής, του Σπεύσιππου- τον κατηγόρησαν για απρεπή συμπεριφορά απέναντι στον δάσκαλο. Τη δεύτερη δεκαετία της παραμονής του στην Αθήνα έγραψε μερικούς διαλόγους πλατωνικού ύφους και κάποια από τα σημαντικά έργα του που αφορούσαν τη λογική, τη θεωρία της γλώσσας και τη ρητορική. Επίσης, υπάρχουν κάποιες πληροφορίες ότι ίσως δίδαξε και ο ίδιος ρητορική. Στη σχολή ο Αριστοτέλης γνώρισε τον Εύδοξο τον Κνίδιο, τον Ηρακλείδη τον Πόντιο και τον Ξενοκράτη.

Η ΜΕΤΑ ΠΛΑΤΩΝΑ ΕΠΟΧΗ

Το 347 π.Χ. πεθαίνει ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης εγκαταλείπει την Ακαδημία και την Αθήνα. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι στην απόφασή του αυτή συνέβαλε το γεγονός ότι τη διεύθυνση της σχολής ανέλαβε ο ανιψιός του Πλάτωνα, Σπεύσιππος, με τις απόψεις του οποίου δεν συμφωνούσε ούτε ο ίδιος, αλλά ούτε ο Ξενοκράτης και ο Θεόφραστος. Ισως, όμως, η αποχώρησή του να είχε σχέση και με την πολιτική, αφού οι Αθηναίοι άρχισαν να αντιδρούν στην επεκτατική πολιτική των Μακεδόνων, και ήταν γνωστό ότι ο ίδιος είχε στενούς δεσμούς με την Αυλή του Φιλίππου Β’. Ετσι, μετά από πρόσκληση του Ερμία, πρώην δούλου και μαθητή της Ακαδημίας και νυν τυράννου των πόλεων Αταρνών και Ασσου, πήγε στην Ασσο της Τρωάδας, στη Μικρά Ασία.
Ο Ερμίας είχε δημιουργήσει γύρω του ένα μικρό κύκλο από οπαδούς του Πλάτωνα και το κλίμα ήταν ευνοϊκό για τον Αριστοτέλη. Παρέμεινε στην Ασσο τρία χρόνια και παντρεύτηκε την Πυθιάδα, ανιψιά και θετή κόρη του Ερμία. Μαζί της απέκτησε μία κόρη, στην οποία έδωσε το ίδιο όνομα. Αργότερα στην Αθήνα, μετά το θάνατο της γυναίκας του, απέκτησε κι έναν γιο, το Νικόμαχο, με την Ερπυλλίδα που καταγόταν από τα Στάγειρα και είχε μαζί της μόνιμο δεσμό. Οταν ο Ερμίας δολοφονήθηκε από τους Πέρσες για τα φιλομακεδονικά φρονήματά του, ο Αριστοτέλης έφυγε από τη Μικρά Ασία, και, μετά από προτροπή του Θεόφραστου, του πιο πιστού μαθητή και συνεργάτη του, εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη (345 π.Χ.), όπου παρέμεινε για δύο χρόνια.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Ο βασιλιάς Φίλιππος Β’ είχε ακούσει πολλά για τον Αριστοτέλη από τον Ερμία, και αναζητώντας δάσκαλο για το γιο του Αλέξανδρο, τον μετέπειτα Αλέξανδρο τον Μέγα, τον κάλεσε στην Πέλλα. Ετσι, το διάστημα 343-342 π.Χ., ο Αριστοτέλης βρέθηκε στη Μακεδονία, αρχικά στην Πέλλα και μετά στο ανάκτορο της αρχαίας πόλης Μιέζας, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη σημερινή Νάουσα. Εκεί ανέλαβε τη διαπαιδαγώγηση και την εκπαίδευση του Αλεξάνδρου, ο οποίος ήταν τότε δεκατριών ετών. Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για την περίοδο της εκπαίδευσης. Γνωρίζουμε, πάντως, ότι στο επίκεντρο της διδασκαλίας του βρίσκονταν ο Ομηρος και οι τραγικοί ποιητές. Αυτή την περίοδο ο φιλόσοφος αναθεώρησε για το μαθητή του το κείμενο της Ιλιάδας, συνέθεσε τα συγγράμματα Περί βασιλείας και Περί αποικιών και συνέλαβε την ιδέα των περίφημων Πολιτειών του. Οι σχέσεις σεβασμού μεταξύ των δύο αντρών συνεχίστηκαν και μετά την αποχώρηση του Αριστοτέλη.
Μετά το 340 π.Χ., όταν ο Αλέξανδρος ορίστηκε αντιβασιλέας, ο Αριστοτέλης εγκαταστάθηκε στη γενέτειρά του, τα Στάγειρα. Το 339 προς 338 π.Χ. πέθανε ο Σπεύσιππος και η Ακαδημία του Πλάτωνα έμεινε ακέφαλη. Ο Αριστοτέλης περιλαμβανόταν στους υποψήφιους για την ανάληψη της διεύθυνσης, αλλά έμεινε στη Μακεδονία και δεν πήγε στην Αθήνα να υποβάλει υποψηφιότητα. Ετσι, στη σχολή διευθυντής εκλέχθηκε  ο Ξενοκράτης. Το γεγονός αυτό ήταν και η κύρια αφορμή για την οριστική ρήξη των δεσμών του Αριστοτέλη με την Ακαδημία και την αποχώρησή του.

Η ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

Ο Αριστοτέλης έμεινε στη Μακεδονία ως το 335/334 π.Χ., λίγο μετά τη δολοφονία του Φιλίππου και την ανάληψη της βασιλείας από τον Αλέξανδρο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα και από αυτή τη χρονική στιγμή άρχισε η πιο γόνιμη περίοδος της ζωής του.
Στην περιοχή που βρισκόταν κοντά στο ναό ο οποίος ήταν αφιερωμένος στο Λύκειο Απόλλωνα και στις Μούσες, μεταξύ του λόφου του Λυκαβηττού και του ποταμού Ιλισού, μίσθωσε κτήματα (αφού σύμφωνα με τους Αθηναϊκούς νόμους ως ξένος δεν είχε το δικαίωμα να αποκτήσει δική του περιουσία) και ίδρυσε μια σχολή, το Λύκειο. Η σχολή αυτή ονομάστηκε «Περίπατος», διότι τα μέλη της συζητούσαν περπατώντας στους κήπους και οι οπαδοί του Αριστοτέλη ονομάστηκαν «Περιπατητικοί». Ο Αριστοτέλης έκανε κάθε πρωί περιπάτους με τους μαθητές του και συζητούσε σύνθετα φιλοσοφικά ζητήματα περί λογικής, φυσικής και μεταφυσικής, θέματα δηλαδή που ενδιέφεραν περιορισμένο αριθμό ατόμων. Το απόγευμα, ή το βράδυ, ανέπτυσσε πιο εύληπτα θέματα που είχαν σχέση με τη ρητορική, τη σοφιστική και την πολιτική, μπροστά σε ευρύτερο ακροατήριο.
Το Λύκειο διέφερε σημαντικά από την Ακαδημία του Πλάτωνα, αφού είχε χαρακτήρα περισσότερο επιστημονικό παρά φιλοσοφικό. Οι μαθητές ασχολούνταν κυρίως με εξειδικευμένες επιστημονικές έρευνες υπό την καθοδήγηση του δασκάλου τους. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, οι μαθητές του «διοικούσαν» τη σχολή επί δέκα μέρες ο καθένας και δειπνούσαν μαζί, ενώ μία φορά το μήνα οργανωνόταν κι ένα συμπόσιο.
Περισσότερα στοιχεία για το έργο που γινόταν στη σχολή, ωστόσο, δεν υπάρχουν. Ο Αριστοτέλης στο διάστημα των 13 ετών που διηύθυνε το Λύκειο (336/335-323/322 π.Χ.) έγραψε σημαντικά έργα με θέμα τη φιλοσοφία, την ηθική, τη βιολογία και την ψυχολογία. Παράλληλα, άρχισε την οργάνωση της έρευνάς του και την ταξινόμηση των επιστημών. Συγκέντρωσε, επίσης, εκατοντάδες χειρόγραφα και δημιούργησε έτσι την πρώτη μεγάλη οργανωμένη βιβλιοθήκη που αποτέλεσε πρότυπο για τις βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Στο εγχείρημά του αυτό λέγεται ότι τον βοήθησε οικονομικά ο παλιός του μαθητής, Αλέξανδρος. Μετά την αποχώρηση του Αριστοτέλη τη διεύθυνση της σχολής ανέλαβε ο Θεόφραστος, ο οποίος ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, με τη φυσική και κυρίως με τη βοτανική. Αυτό το διάστημα η σχολή γνώρισε ακμή και ο αριθμός των μαθητών αυξήθηκε -λέγεται μάλιστα ότι έφτασε τα 2,000 άτομα.
Μετά το θάνατο του Θεόφραστου, το 287 π.Χ., τη διεύθυνση του Λυκείου ανέλαβαν ο Στράτων από τη Λάμψακο (287-269 π.Χ.), ο Λύκων (269-225 π.Χ.) και ο Κριτόλαος (225-143 π.Χ.). Στη συνέχεια η σχολή άρχισε να παρακμάζει και τελικά καταστράφηκε το 84 π.Χ.

ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΑΙ Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Λέγεται ότι ο Αριστοτέλης ήταν φαλακρός, με αδύνατα πόδια, μικρά μάτια, ότι τραύλιζε και ότι φρόντιζε ιδιαίτερα το ντύσιμό του. Επίσης, ότι μπορούσε να γίνει φοβερά είρωνας και πως ήταν ετοιμόλογος. Οι εχθροί του τον παρουσίαζαν θηλυπρεπή και μαλθακό και υποστήριζαν ότι, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, δεν είχε καλό χαρακτήρα. Ελεγαν ότι ήταν ακόλαστος, άφρονας, αγροίκος, φιλάργυρος, αχάριστος και κόλακας. Διέδιδαν, μάλιστα, ότι συμμετείχε και στην δολοφονία με δηλητήριο του Αλεξάνδρου. Ωστόσο, αυτοί οι χαρακτηρισμοί –που οι μελετητές έχουν ανατρέψει μέσα από έγκυρες πληροφορίες που υπάρχουν για τον βιο του καθώς και από τα όσα ο ίδιος αναφέρει– προέρχονταν κατά πάσα πιθανότητα από τα μέλη των σχολών του Σπεύσιππου και του Ισοκράτη, από τον Επίκουρο για λόγους αντιζηλίας, από τους οπαδούς της αντιμακεδονικής παράταξης που ήθελαν να τον διώξουν από την πόλη και από τους Μεγαρικούς, τους οπαδούς της Μεγαρικής σχολής του Ευκλείδη, με τους οποίους ήταν σε οξύτατη διαμάχη. Εξάλλου, υπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες για τα φρονήματα και τον ευγενικό χαρακτήρα του φιλοσόφου: Οι εκφράσεις στα Ηθικά Νικομήδεια, ο ύμνος στον Ερμία, ο ενεπίγραφος ανδριάντας του στους Δελφούς, η ελεγεία προς τιμήν του Ευδήμου και η σχέση του με τον Αντίπατρο, είναι μερικές από αυτές.
Αλλά και η διαθήκη του είναι μια επιπλέον απόδειξη για το ποιόν του Αριστοτέλη. Αποδεικνύεται πολύτιμη πηγή πληροφοριών για το χαρακτήρα του και γενικά τις σχέσεις του με τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του, συγγενείς, φίλους, ελεύθερους και δούλους. Από το κείμενό της συνάγεται πως ήταν άνθρωπος ο οποίος είχε αισθανθεί έντονα τη μοναξιά της ζωής και ένιωθε ευγνωμοσύνη για όσους ανθρώπους συνετέλεσαν ώστε να απαλυνθεί, ή και να εξαλειφθεί, το αίσθημα αυτό. Στη διαθήκη του ζητούσε να τον θάψουν δίπλα στην πρώτη του γυναίκα του Πυθιάδα, που είχε ήδη πεθάνει.
Για την Ερπυλλίδα, που είχε φροντίσει τον ίδιο, την οικογένειά του και το σπιτικό τους, φρόντισε να την αφήσουν να διαλέξει το καλύτερο από τα κτήματα του στη Χαλκίδα ή στα Στάγειρα και την παρότρυνε να ξαναφτιάξει τη ζωή της, εαν η ίδια ήθελε. Οριζε την κόρη του να πάρει για γυναίκα του ο Νικάνωρ, ο γιος του Πρόξενου, του κηδεμόνα του. Επιθυμούσε δε, να προστατευθούν και να αποκατασταθούν οικονομικά και κοινωνικά οι δούλοι που τον υπηρετούσαν. Τις δούλες συγκεκριμένα, προνόησε να προικιστούν και εξέφραζε την επιθυμία του να τις παντρέψουν με πρόσωπα γενικής αποδοχής. Για τα παιδιά των δούλων του ζήτησε «μη πωλείν όταν εν ηλικία γένωνται, ελεύθερους αφείναι κατ’ αξίαν», και μάλιστα φρόντισε για την άμεση απελευθέρωση κάποιων.

Η Αριστοτελική φιλοσοφία

Οταν ο Αριστοτέλης άρχισε το συγγραφικό του έργο υπήρχε μια πλούσια παρακαταθήκη ιδεών και θεωριών πάνω στις οποίες βασίστηκε και διαμόρφωσε τη φιλοσοφία του σε επιστήμη των εννοιών, αφού η ελληνική φιλοσοφία μετρούσε ήδη πάνω από 200 χρόνια ζωής. Μετά τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα ο Αριστοτέλης ήταν ο τελευταίος μεγάλος φιλόσοφος που επηρέασε τη σκέψη των αρχαίων. Στο πρωτότυπο σύστημά του διαφαίνεται η οργανική ενότητα του ελληνικού πνεύματος. Ηταν ο πρώτος που ασχολήθηκε συστηματικά με τη λογική, τη μεταφυσική, τη φυσική, την ηθική, την πολιτική φιλοσοφία, τη ζωολογία, την ψυχολογία, τη φιλολογία και την αισθητική. Κάλυψε, δηλαδή, όλους τους τομείς της επιστήμης, ενώ αρκετές από τις σύγχρονες επιστήμες έχουν τις βάσεις τους στη δική του έρευνα. Η φιλοσοφία του επηρέασε όχι μόνο του οπαδούς της σχολής του, αλλά και άλλες φιλοσοφικές σχολές.

Αρκετοί ήταν αυτοί που μελέτησαν, σχολίασαν και αποπειράθηκαν να ερμηνεύσουν το έργο του. Στα ρωμαϊκά χρόνια τα χειρόγραφά του, που ανακαλύφθηκαν μαζί με το προσωπικό του αρχείο στην Τρωάδα, μεταφέρθηκαν στη Ρώμη, όπου αντιγράφηκαν και έγιναν ευρέως γνωστά. Η Χριστιανική εκκλησία σε Ανατολή και Δύση βασίστηκε στην αριστοτελική σκέψη για να θεμελιώσει τα δόγματά της, ενώ τον 8ο αιώνα απασχόλησε τους Αραβες και τους Ιουδαίους, οι οποίοι αργότερα τη διέδωσαν στους λαούς της Ευρώπης με τους οποίους ήρθαν σε επαφή.

Το Μεσαίωνα τα έργα του Αριστοτέλη μελετούνταν συστηματικά, ενώ κατά την Αναγέννηση η Δύση ανακάλυψε εκ νέου τον Αριστοτέλη και αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον των επιστημόνων για τα έργα του. Ο Φίλιππος Μελάγχθων, Γερμανός καθηγητής θεολόγος, βασικός ηγέτης του Λουθηρανικού ανασχηματισμού, και φίλος και συνεργάτης του Μαρτίνου Λούθηρου, προώθησε τη μελέτη τους στα γερμανικά πανεπιστήμια, ενώ οι Ιησουίτες μοναχοί θεμελίωσαν τη μεταφυσική τους θεώρηση με βάση τη μέθοδο του Αριστοτέλη.

Με κριτική ματιά μελέτησαν τα συγγράμματά του ο Γαλιλαίος, ο Καρτέσιος και αργότερα ο Κάντ και πολλοί άλλοι. Από τις αρχές του 19ου αιώνα και μετά υπήρξε μια προσπάθεια να συνδεθεί το αριστοτελικό σύστημα με τη νεότερη και τη σύγχρονη σκέψη.

Αριστοτέλης & Πλάτωνας

Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, μέσα από τον τρόπο σύλληψης του σκοπού και του αντικειμένου της φιλοσοφίας, αποτέλεσαν δύο ιδιαίτερα σημαντικά πρότυπα και από τον 4ο αιώνα π.Χ. μέχρι σήμερα επηρέασαν και επηρεάζουν τους μεταγενέστερους φιλοσόφους και επιστήμονες. Χαρακτηριστικό είναι ότι η διδασκαλία τους διαπέρασε σε βάθος τη δυτική φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη μέχρι και την Επιστημονική Επανάσταση του 17ου αιώνα.

Ο Πλάτωνας ήταν αριστοκράτης, γόνος παλιάς, επιφανούς οικογένειας βασιλέων και νομοθετών και σκοπός της φιλοσοφίας του ήταν η ηθική και πολιτική αναγέννηση της κοινωνίας. Αντίθετα, ο Αριστοτέλης καταγόταν από μια αρκετά πλούσια οικογένεια της Μακεδονίας και ως ξένος δεν είχε δικαίωμα να συμμετάσχει άμεσα στην πολιτική ζωή της Αθήνας. Ετσι γι’ αυτόν η φιλοσοφία ήταν αυτοσκοπός και εξυπηρετούσε απλώς την έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου για γνώση. Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι οι δύο μεγάλοι φιλόσοφοι αντιλαμβάνονταν διαφορετικά το αντικείμενο της φιλοσοφίας.

Για τον Πλάτωνα η φιλοσοφική θεωρία ξεχωρίζει από την εμπειρική γνώση και, αν στραφεί στα δικά της αντικείμενα, τις ιδέες, θα επιτευχθεί η ηθικοπολιτική αναγέννηση. Για τον Αριστοτέλη σκοπός της φιλοσοφίας δεν είναι η σύλληψη ενός ιδεώδους κόσμου, καθώς πιστεύει μόνο στον κόσμο της καθημερινής εμπειρίας που είναι πολύπλοκος και η επιστήμη οφείλει να τον περιγράψει. Δέχεται μόνο μία πραγματικότητα, των καθέκαστον ουσιών -δηλαδή των ανθρώπων, των ζώων, των φυτών, των άστρων και της θεότητας-, την οποία αντιλαμβάνεται κανείς με τις αισθήσεις του.

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η πραγματικότητα αποτελείται από γένη, καθένα από τα οποία είναι αντικείμενο μιας επιστήμης κι έχει τις δικές του αρχές. Υποστηρίζει, δηλαδή, την αυτονομία και την ανεξαρτησία των επιστημών, αντίθετα από το πυραμιδικό πρότυπο του Πλάτωνα, σύμφωνα με το οποίο όλες οι επιστήμες εξαρτώνται από τη φιλοσοφία, και την απαγωγική διάταξη της γνώσης που εκείνος έχει προτείνει. Ο Αριστοτέλης διακρίνει την ουσία από την ύπαρξη, τη μορφή από την ύλη και συνδέει την αλήθεια με τη σκέψη. Υποστηρίζει ότι η αλήθεια είναι μια λογική συνοχή που υπάγεται στην κρίση και στη συμφωνία μεταξύ των εννοιών -η αποκάλυψη του είναι. Προβληματίζεται επίσης για το τι είναι το ον και επιχειρεί να εξηγήσει το θέμα της ατομικότητας.

Βασικά στοιχεία της επιστήμης είναι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η απόδειξη που συνδέεται με τους γλωσσικούς κανόνες δόμησης του συλλογισμού. Οι αποδείξεις στηρίζονται σε προκείμενες αρχές και αίτια που επαληθεύονται με την εμπειρία. Ωστόσο, η εμπειρία δεν έχει σχέση με το πείραμα, αλλά στηρίζεται στην αισθητηριακή παρατήρηση και δηλώνει την πραγματικότητα και την αλήθεια για τη φύση του κόσμου. Σκοπός της επιστήμης δεν είναι η διατύπωση γενικών νόμων, αλλά η διείσδυση στη δομή όλων των όντων.

Η διάσωση του έργου του Αριστοτέλη

Σχεδόν όλα τα έργα του Αριστοτέλη χρονολογούνται στην περίοδο που διηύθυνε το Λύκειο και είναι άμεσα συνδεδεμένα με τη διδασκαλία του. Μολονότι είχαν μια πρόχειρη μορφή και κάποιοι υποστήριξαν ότι ήταν σημειώσεις είτε του ίδιου είτε των μαθητών του, είναι άρτια δομημένα και έχουν λογοτεχνικό χαρακτήρα. Ορισμένοι συσχετίζουν τα έργα που έχουν σωθεί με την περίοδο 335-323 π.Χ., κατά την οποία ο Αριστοτέλης διέμεινε στην Αθήνα και την άποψή τους αυτή τη στηρίζουν, μεταξύ άλλων, στις χρονολογίες που αναφέρονται στα ίδια τα συγγράμματα.

Ο Αριστοτέλης έγραψε αρχικά διαλόγους, πιθανότατα όταν ήταν μέλος της Ακαδημίας, αλλά στην πορεία άρχισε να απομακρύνεται από τις πλατωνικές θεωρίες. Κατά την παραμονή του στην Ασσο, τη Μυτιλήνη και τη Μακεδονία έγραψε το Οργανον, τα Φυσικά, το Περί Ουρανού, το Περί γενέσεως και φθοράς, το τρίτο βιβλίο του Περί ψυχής, τα Ηθικά Ευδήμεια και τα παλαιότερα μέρη από τα Μετά τα φυσικά, τα Πολιτικά και τα Περί τα ζώα ιστορίαι. Κατά τη δεύτερη διαμονή του στην Αθήνα έγραψε τα υπόλοιπα έργα του, τα Μετεωρολογικά, τα συγγράμματα βιολογίας και ψυχολογίας, τις Πολιτείες, τα Ηθικά Νικομάχεια, την Ποιητική, τη Ρητορική και άλλα ιστορικά κείμενα από τα οποία γνωρίζουμε μόνο τους τίτλους τους.

Οι Κατηγορίες των Συγγραμμάτων

Τα συγγράμματα του Αριστοτέλη χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Η πρώτη είναι οι εξωτερικοί λόγοι, που απευθύνονταν σε ευρύ κοινό, γι’ αυτό και δεν είχαν πολλές λεπτομέρειες ούτε επιστημονική ορολογία. Είναι έργα λογοτεχνικού χαρακτήρα, έχουν τη μορφή διαλόγου, ανάγονται στην πρώτη περίοδο της ζωής του φιλοσόφου και μαρτυρούν επιρροή από το δάσκαλό του.

Δεύτερη κατηγορία οι ακροαματικοί λόγοι, ή πραγματείες. Πρόκειται για ακροάσεις, δηλαδή παραδόσεις, τις οποίες χρησιμοποιούσε ο φιλόσοφος στα μαθήματά του και συχνά αποτελούσαν τη βάση για προφορική ανάπτυξη ορισμένων θεμάτων. Αντίγραφα αυτών των λόγων μπορούσαν να έχουν οι ακροατές που κρατούσαν και σημειώσεις τις οποίες διένειμαν στο αναγνωστικό κοινό. Μας είναι γνωστοί από αποσπάσματα που μνημονεύουν αρχαίοι συγγραφείς και από τρεις καταλόγους που έχουν σωθεί.

Ο παλαιότερος από αυτούς χρονολογείται στον 3ο αιώνα π.Χ., βρίσκεται στο Ε΄ βιβλίο του έργου Βίοι Φιλοσόφων του Διογένη του Λαέρτιου και περιλαμβάνει 146 τίτλους από το λεγόμενο Corpus Aristotelicum, το σύνολο των σωζόμενων έργων του Αριστοτέλη. Τα συγγράμματα, όμως, τα οποία έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας αποτελούν μόνο ένα μικρό μέρος όσων απαριθμούνται στους διάφορους καταλόγους. Από εκείνα, μάλιστα, που έγραψε ο Αριστοτέλης όταν φοιτούσε στην Ακαδημία και προορίζονταν για το ευρύ κοινό δεν έχει σωθεί τίποτε. Αυτά που έχουν φτάσει ως εμάς ανάγονται στη δεύτερη παραμονή του στην Αθήνα, όταν διηύθυνε το Λύκειο.

Στους τρεις αρχαίους καταλόγους έχουν διασωθεί πάνω από 200 τίτλοι έργων που άλλοτε αποδίδονταν στον μεγάλο φιλόσοφο. Από τα κείμενα που έχουμε στη διάθεσή μας κάποια τα έχουν επεξεργαστεί και συμπληρώσει μεταγενέστεροι.

Οταν πέθανε ο Αριστοτέλης ορισμένα συγγράμματα είχαν μια περισσότερο ή λιγότερο ολοκληρωμένη μορφή, ενώ άλλα είχαν κατατμηθεί σε επιμέρους τμήματα. Τα χειρόγραφά του έμειναν μετά το θάνατό του στην κατοχή του Θεόφραστου και έπειτα από το θάνατο εκείνου η βιβλιοθήκη του κατέληξε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο στη μικρή πόλη της Τρωάδας, Σκήψη. Εκεί ανακάλυψε τα μισοκατεστραμμένα χειρόγραφα ο Απελλικών από την Ιωνία.

Η βιβλιοθήκη στη συνέχεια μεταφέρθηκε από τον Σύλλα στη Ρώμη και τα έργα του Αριστοτέλη εκδόθηκαν για πρώτη φορά στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. από τον Ανδρόνικο τον Ρόδιο, ενδέκατο διευθυντή της σχολής και τον Τυραννίωνα από τη Μικρά Ασία. Με το έργο του Αριστοτέλη ασχολήθηκαν πολυάριθμοι σχολιαστές κατά την αρχαιότητα και το Μεσαίωνα, ορισμένοι από τους οποίους διαστρέβλωσαν τη σκέψη του και πρόσθεσαν δικά τους σχόλια. Οι πρώτοι σχολιαστές ασχολήθηκαν με το να αναδείξουν την αντίθεση ανάμεσα στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ενώ αργότερα με τον Πορφύριο έγινε προσπάθεια να εναρμονιστούν οι δύο φιλόσοφοι. Οι σημαντικότεροι σχολιαστές είναι ο Αλέξανδρος ο Αφροδισεύς, ο Αμμώνιος, ο Θεμίστιος, ο Φιλόπονος, ο Σιμπλίκιος, ο Βοέτιος και κυρίως ο Θωμάς ο Ακινάτης. Η πρώτη σύγχρονη έκδοση των έργων του Αριστοτέλη είναι της Ακαδημίας του Βερολίνου σε πέντε τόμους, από τον Bekker (1831-1870).

Corpus Aristotelicum

Στους πιο πρώιμους διαλόγους του Αριστοτέλη συγκαταλέγονται ο Γρύλος ή Περί ρητορικής και ο Εύδημος ή Περί ψυχής. Στην ίδια περίοδο ανήκει και ο Προτρεπτικός, που προέτρεπε για μια ζωή αφιερωμένη στην φιλοσοφία και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές έργο στην αρχαιότητα.

Μεταγενέστεροι διάλογοι είναι το Περί φιλοσοφίας, στον οποίο περιγράφεται η πρόοδος της ανθρωπότητας, και τα έργα Αλέξανδρος ή Υπέρ αποίκων και Περί βασιλείας. Για κάποιους διαλόγους όμως γνωρίζουμε μόνο τους τίτλους τους -Περί δικαιοσύνης, Περί ποιητών, Περί πλούτου, Περί ευχής, Περί ηδονής, Περί ευγενείας, Περί παιδείας, Ερωτικός, Νήριθος. Τα συγγράμματα που σώθηκαν χωρίζονται σε ομάδες, που παίρνουν την ονομασία τους από το επιστημονικό πεδίο στο οποίο αναφέρονται.

  • Η ομάδα των πραγματειών με θέμα τη λογική, που ήταν γνωστές από τον 6ο αιώνα π.Χ., ονομάζεται Oργανον, δηλαδή «εργαλείο» της φιλοσοφίας. Σ’ αυτές εξετάζονται τα προβλήματα της λογικής, της επιστήμης που μελετά τη σκέψη και τους μηχανισμούς της. Το πρώτο από τα έργα που περιλαμβάνει είναι οι Κατηγορίαι (το είχαν επεξεργαστεί οι μετά τον Αριστοτέλη) και η γνησιότητά τους έχει αμφισβητηθεί, χωρίς όμως πειστικά επιχειρήματα. Το Περί ερμηνείας, που περιλαμβάνει τη θεωρία των προτάσεων, είναι ένα ακόμη έργο που αμφισβητήθηκε, αλλά η γλώσσα και το περιεχόμενό του επισφραγίζουν την αυθεντικότητά του. Αναμφισβήτητη είναι η γνησιότητα των έργων Αναλυτικά πρότερα, Αναλυτικά ύστερα, Τοπικά, Σοφιστικοί έλεγχοι.

  • Στα συγγράμματα με θέμα τη φύση εξετάζονται προβλήματα της φυσικής, του κλάδου που ασχολείται με τη γενική θεωρία του φυσικού κόσμου. Πρόκειται για μια ομάδα αναμφισβήτητα γνήσιων έργων που περιλαμβάνει τα Φυσικά (Ακροάσεις φυσικής), το Περί ουρανού, το Περί γενέσεως και φθοράς και τα Μετεωρολογικά. Το επόμενο σύγγραμμα του Corpus, το Περί κόσμου, σίγουρα δεν είναι έργο του Αριστοτέλη, αφού έχει γραφτεί μεταξύ του 50 π.Χ. και του 100 μ.Χ.

  • Στις πραγματείες ψυχολογίας μελετώνται προβλήματα ψυχολογίας, της επιστήμης που έχει αντικείμενό της την ψυχή. Σ’ αυτά συγκαταλέγονται το Περί ψυχής και μια ομάδα έργων που είναι γνωστά ως Μικρά φυσικά. Πρόκειται για τα Περί αισθήσεως και αισθητών, Περί μνήμης και αναμνήσεως, Περί ύπνου, Περί εγρηγόρσεως, Περί της μαντικής της εν τοις ύπνοις, Περί μακροβιότητος και βραχυβιότητος, Περί ζωής και θανάτου και Περί αναπνοής. Το Περί πνεύματος, με το οποίο ολοκληρώνεται η σειρά των έργων ψυχολογίας, δεν ανήκει στον Αριστοτέλη, αφού πρέπει να γράφτηκε το 250 π.Χ. και περιγράφει τη διδασκαλία του Ερασίστρατου.

  • Ακολουθεί μια ομάδα έργων βιολογίας. Από το πρώτο σύγγραμμα της σειράς, που ονομάζεται Περί τα ζώα ιστορίαι, κάποια βιβλία δεν είναι αυθεντικά και χρονολογούνται στον 3ο αιώνα π.Χ. Το Περί ζώων μορίων αποτελεί μια γενική εισαγωγή στη βιολογία. Το Περί ζώων κινήσεως είχε θεωρηθεί νόθο, αλλά, πρόσφατες μελέτες ανέτρεψαν αυτή την θεώρηση. Τέλος, τα Περί ζώων πορείας και Περί ζώων γενέσεως είναι γνήσια έργα του Αριστοτέλη.

  • Υπάρχουν και ορισμένα συγγράμματα που είναι νόθα. Συγκεκριμένα, το Περί ακουστών ανήκει μάλλον στον Στράτωνα, ενώ το Περί χρωμάτων στο Θεόφραστο. Τα Φυσιογνωμικά, που είναι σύνθεση των δύο παραπάνω έργων, αποδίδονται πιθανότατα σε Περιπατητικούς. Νόθο έργο είναι, επίσης, το Περί φυτών, ενώ το Περί θαυμασίων ακουσμάτων περιλαμβάνει αποσπάσματα από έργα του Θεόφραστου και άλλων συγγραφέων.

  • Τα Μηχανικά είναι μάλλον σύγγραμμα ενός φιλοσόφου της πρώιμης περιπατητικής σχολής. Τα Προβλήματα έχουν στοιχεία που παραπέμπουν στην όψιμη περιπατητική σχολή και προέρχονται κυρίως από το Corpus του Θεόφραστου και από κείμενα της σχολής του Ιπποκράτη. Τα Μουσικά προβλήματα χρονολογούνται μεταξύ του 300 π.Χ. και του 100 μ.Χ. Το Περί ατόμων γραμμών δεν πρέπει να είναι πολύ μεταγενέστερο από την εποχή του Ξενοκράτη, το Ανέμων θέσεις και προσηγορίαι είναι απόσπασμα από την πραγματεία Περί σημείων του Θεόφραστου, ενώ το Περί Ξενοφάνους, Ζήνωνος, Γοργίου (ή πιο σωστά Περί Μελίσσου, Ξενοφάνους, Γοργίου) έχει βασιστεί μάλλον σε γνήσια συγγράμματα του Αριστοτέλη, αλλά έχει γραφτεί τον 1ο αιώνα μ.Χ.

  • Σε ό,τι αφορά τα Μετά τα φυσικά, την παλαιότερη αναφορά βρίσκουμε στο Νικόλαο Δαμασκηνό. Σ’ αυτό το έργο εξετάζονται θέματα μεταφυσικής, ή οντολογίας, του κλάδου που ασχολείται με την ουσία των πραγμάτων. Το σύγγραμμα αυτό, σύμφωνα με τον κατάλογο του Ησύχιου, αποτελούνταν από δέκα βιβλία, άρα από τα 12 που διασώθηκαν, κάποια είναι ψευδεπίγραφα. Στα 12 βιβλία των Μεταφυσικών προσθέτουν συνήθως και τη διατριβή Περί Μελίσσου, Ξενοφάνους και Γοργίου.

  • Στην ομάδα των συγγραμμάτων με θέμα την ηθική, που πραγματεύονται τους κανόνες των πράξεων του ανθρώπου, συγκαταλέγονται τα Ηθικά Νικομάχεια, τα Ηθικά μεγάλα και τα Ηθικά Ευδήμεια. Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα Ηθικά Ευδήμεια είναι μεταγενέστερο έργο το οποίο το έγραψε ο μαθητής του Αριστοτέλη Εύδημος, ωστόσο αυτό μάλλον δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η γραμματική και το ύφος του είναι αριστοτελικά και πιθανότατα πρόκειται για ένα πολύ πρώιμο έργο, που το έγραψε ο Αριστοτέλης όταν βρισκόταν στην Ασσο, μεταξύ του 348 και του 345 π.Χ. Το Περί αρετών και κακιών γράφτηκε ανάμεσα στον 1ο π.Χ. και τον 1ο μ.Χ. αιώνα και σε αυτό γίνεται μια προσπάθεια συγκερασμού της περιπατητικής ηθικής με την πλατωνική.

  • Τα Πολιτικά είναι αναμφίβολα γνήσιο έργο του Αριστοτέλη, το οποίο αποτελείται από κάποια αυτοτελή δοκίμια που δεν είναι πλήρως επεξεργασμένα. Σ’ αυτό το σύγγραμμα εξετάζονται προβλήματα της πολιτικής φιλοσοφίας, του κλάδου που ασχολείται με τη θεωρία των πολιτευμάτων, της νομοθεσίας και των άλλων θεσμών και φαινομένων της πολιτικής ζωής.

  • Το πρώτο βιβλίο των Οικονομικών είναι μια πραγματεία που έχει ως βάση της τα Πολιτικά και τον Οικονομικό του Ξενοφώντα. Το έγραψε μάλλον ο Θεόφραστος ή κάποιος άλλος Περιπατητικός. Τα δεύτερο βιβλίο ανάγεται στο 30 π.Χ. και συνιστά μια συλλογή ιστορικών γεγονότων που δίνονται με μορφή παραδειγμάτων. Το τρίτο βιβλίο σώζεται σε λατινική μετάφραση και δεν ανήκει στον Αριστοτέλη.

  • Η Ρητορική και η Ποιητική συγκαταλέγονται στα συγγράμματα που εξετάζουν θέματα αισθητικής, του κλάδου που ασχολείται με τη θεωρία της δομής των έργων της τέχνης. Η Ρητορική είναι σίγουρα έργο του μεγάλου φιλοσόφου -τουλάχιστον τα δύο πρώτα βιβλία- και πραγματεύεται τη δομή του λόγου. Η Ρητορική εις Αλέξανδρον είχε αποδοθεί στον Αναξιμένη από τη Λάμψακο, αλλά ο χαρακτήρας του παραπέμπει στον Αριστοτέλη. Το Corpus Aristotelicum ολοκληρώνεται με την Ποιητική, που σώζεται σε αποσπάσματα και η αυθεντικότητά της δεν αμφισβητείται. Η Ποιητική έχει ως θέμα της τον αρχαίο ποιητικό λόγο και τα είδη του.

Από το έργο του Αριστοτέλη που έχει χαθεί ιδιαίτερα σημαντική είναι η περιγραφή των Πολιτειών 158 ελληνικών πόλεων. Το 1890 βρέθηκε στην Αίγυπτο ένας πάπυρος ο οποίος περιλαμβάνει την πρώτη από αυτές, την Αθηναίων Πολιτεία.

Info

Στο σύγγραμμα Περί ζώων μορίων ο Αριστοτέλης πραγματεύεται κατ’ αρχάς τη δομή του σώματος των ζωντανών οργανισμών. Υποστηρίζει λοιπόν ότι στο σώμα των ζώων πρωτεύουσα θέση κατέχει το αίμα, από το οποίο συνίστανται όλα τα μόρια, το κέντρο είναι η καρδιά, ενώ ο εγκέφαλος είναι το ψυχρότατον των εν τω σώματι μορίων, που ρυθμίζει τη θερμότητα η οποία προέρχεται από την καρδιά. Στη συνέχεια χωρίζει τα ζώα σε δύο κατηγορίες, με βάση τα κοινά χαρακτηριστικά τους, στα έναιμα και στα άναιμα, δηλαδή στα σπονδυλωτά και στα ασπόνδυλα. Από αυτά ανώτερο είδος είναι τα ζωοτόκα, αυτά που γεννούν νεογνά, και ακολουθούν τα ωοτόκα, τα οποία με τη σειρά τους χωρίζονται στα ζώα που γεννούν τέλεια ωά και σ’ εκείνα που γεννούν ατελή ωά. Ο άνθρωπος ανήκει σ’ ένα ξεχωριστό είδος, ενώ υπάρχουν και ορισμένα ενδιάμεσα είδη.

Η Scala naturae κατά Αριστοτέλη (Πηγή: W.D. Ross Αριστοτέλης, εκδόσεις ΜΙΕΤ):

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

- Αριστοτέλης, W. D. Ross, εκδόσεις MIET

- Αριστοτέλους Περί Ποιητικής, Ι. Συκουτρής, εκδόσεις Εστία

- Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, «Οι Έλληνες», Αριστοτέλης Άπαντα, εκδόσεις Κάκτος

- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμος 11

- Η Φιλοσοφία, Τόμος Α’, Από τον Πλάτωνα ως τον Θωμά τον Ακινάτη, επιμέλεια Φρανσουά Σατελέ, εκδόσεις «Γνώση»

- Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Albin Lesky, εκδόσεις αδελφών Κυριακίδη

- Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, P.E.Esterling–B.M.W.Knox, εκδόσεις Παπαδήμα

- Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, Mario Vegetti, Π. Τραυλός

- Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ε΄

- Ο Αριστοτέλης και το Λύκειο, Jean Brun, εκδόσεις Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος

- Οι Ελληνες Φιλόσοφοι, W. K. C. Guthrie, εκδόσεις Παπαδήμα

- Περί της Πολιτικής – Επίλεκτα Κείμενα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, εκδόσεις ΜΙΕΤ

- Φιλοσοφικά Κείμενα για την Τρίτη Τάξη του Γυμνασίου, ΟΕΔΒ