Skip to main content

Άγιον Όρος

Το όρος Αθως, το γνωστό σε όλους μας Αγιο Ορος, αποτελεί από τα τέλη του 10ου αιώνα το σπουδαιότερο κέντρο του ορθόδοξου μοναχισμού, και συγκαταλέγεται στα κορυφαία μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Καταλαμβάνει τη βορειότερη προβολή της χερσονήσου της Χαλκιδικής, με μήκος 45 χλμ. και πλάτος 5-10 χλμ., και παίρνει το όνομά του από την ομώνυμη κορυφή (2.033 μ.) του όρους που δεσπόζει στη βραχώδη αυτή λουρίδα γης.

Η Αθωνική χερσόνησος είναι δασωμένη, έχει βοσκοτόπια και μικρές εκτάσεις που αιώνες τώρα καλλιεργούν οι μοναχοί, ασκώντας το «εργόχειρό» τους. Πάντως η λαϊκή πίστη το ονομάζει «Περιβόλι της Παναγιάς», αφού μόνο Εκείνη διατηρεί το προνόμιο να το έχει δικό της κλήρο και επικράτεια. Παρόλο που η παράδοση θέλει τους πρώτους ερημίτες να εγκαθίστανται στον ακατοίκητο Αθωνα περί τα τέλη του 8ου αιώνα, οι πρώτοι που αναφέρονται είναι ο Πέτρος ο Αθωνίτης, ένα πρόσωπο περιβεβλημένο με την αχλή του μύθου, και ο άγιος Ευθύμιος ο Νέος που έφθασε εκεί το 859.  Η αρχική εμφάνιση του κοινοβιακού μοναχισμού στον Αθωνα μαρτυρείται το 963, όταν ο Αθανάσιος ο Αθωνίτης με την υποστήριξη του φίλου του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά ίδρυσε το αρχαιότερο  μοναστήρι, τη Μεγίστη Λαύρα. Το 972  ο Ιωάννης Τσιμισκής υπόγραψε πάνω σε περγαμηνή τον περίφημο Τράγο, που αποτελεί το πρώτο «τυπικό» του αγιορείτικου μοναχισμού, με τους κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας των κοινοβίων.

Ανάμεσα στους πιο αρχαίους και απαραβίαστους κανόνες συγκαταλέγεται και το άβατο. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μονομάχος το 1060 θέσπισε την απαγόρευση εισόδου ευνούχων, αγένειων παιδιών και κάθε γυναίκας στο Ορος. Από τα πρώτα χρόνια της ιστορίας του προσέλκυσε το ενδιαφέρον, την εύνοια, την προστασία και την φορολογική ασυλία των βυζαντινών αυτοκρατόρων και των άλλων ορθόδοξων ηγεμόνων. Παράλληλα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως διεκδίκησε και διατηρεί μέχρι σήμερα τη πνευματική δικαιοδοσία του στις μονές του.

Διαδικασία επίσκεψης

Το πρώτο βήμα για να επισκεφτεί κανείς το Άγιο Όρος είναι να εξασφαλίσει τη διανυκτέρευση είτε σε Μοναστήρι, είτε σε Σκήτη.

Αφού έχει συνεννοηθεί για την ημερομηνία της επίσκεψης, ο προσκυνητής θα πρέπει να βγάλει "διαμονητήριο". Για την έκδοση του διαμονητήριου πρέπει να να επικοινωνήσει κανείς εγκαίρως (ανάλογα με την περίοδο μπορεί και ένα μήνα πριν) με το γραφείο προσκυνητών στη Θεσσαλονίκη που βρίσκεται στην οδό Εγνατίας 109 (Τηλέφωνο 2310252575, fax 2310222424). Το διαμονητήριο είναι προσωπικό και το παραλαμβάνει κανείς από το γραφείο προσκυνητών στην Ουρανούπολη ή στο καραβάκι στην Ιερισσό την ημέρα που θα μπαίνει στο Άγιο Όρος ανάλογα με τη συνεννόηση. Η διάρκεια του είναι για 4 ημέρες, ενώ σε περίπτωση που λόγω θαλασσοταραχής δεν πραγματοποιούνται δρομολόγια ισχύει το ίδιο διαμονητήριο για την επομένη ημέρα. Το δικαίωμα έκδοσης διαμονητήριου έχουν όλοι οι έλληνες πολίτες καθώς και οι αλλοδαποί. Απαγορεύεται η είσοδος των γυναικών, ενώ οι ανήλικοι πρέπει να συνοδεύονται από ενήλικο συνοδό. Οι επισκέπτες πρέπει να είναι σεμνά ντυμένοι με μακριά παντελόνια και να μην έχουν μαζί τους βιντεοκάμερες.

Το γραφείο προσκυνητών στην Ουρανούπολη (Τηλ: 2377071422) είναι δίπλα στο δημοτικό πάρκινγκ, όπου μπορείτε να σταθμεύσετε το αυτοκίνητό σας με ασφάλεια σε οικονομική τιμή και είναι ανοιχτό όλο το 24ωρο. Το γραφείο προσκυνητών είναι ανοικτό από τις 7.30 το πρωί και για να παραλάβετε το διαμονητήριο σας χρειάζεται η αστυνομική σας ταυτότητα ή διαβατήριο και το ποσό των 20 ευρώ.

 

              ONOMA

ΤΗΛΕΦΩΝΟ

ΦΑΞ

              Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας

2377023761

2377023762

              Ι.Μ. Βατοπεδίου *

2377023219

2377023781

              Ι.Μ. Ιβήρων *

2377023643

2377023248

              Ι.Μ. Χελανδαρίου

2377023797

2377023108

              Ι.Μ. Διονυσίου *

2377023687

2377023686

              Ι.Μ. Κουτλουμουσίου *

2377023226

2377023731

              Ι.Μ. Παντοκράτορος *

2377023880

2377023685

              Ι.Μ. Ξηροποτάμου *

2377023251

2377023733

              Ι.Μ. Ζωγράφου

2377023247

2377023247

              Ι.Μ. Δοχειαρίου

2377023245

2377023245

              Ι.Μ. Καρακάλου *

2377023225

2377023746

              Ι.Μ. Φιλοθέου *

2377023256

2377023674

              Ι.Μ. Σίμονος Πέτρας *

2377023254

2377023707

              Ι.Μ. Αγ. Παύλου *

2377023741

2377023355

              Ι.Μ. Σταυρονικήτα *.

2377023255

2377023255

              Ι.Μ. Ξενοφώντος *

2377023633

2377023631

              Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου *

2377023668

2377023671

              Ι.Μ. Εσφιγμένου

2377023796

 

              Ι.Μ. Αγ. Παντελεήμονος *

2377023252

2377023252

              Ι.Μ. Κωνσταμονίτου

2377023228

2377023228

              Σκήτη Αγ. Άννας  *

2377023320

 

              Νέα Σκήτη *

2377023656

 

 (*) Προσκυνητές που θα θελήσουν διανυκτέρευση στις μονές αυτές, θα πρέπει πρώτα να κάνουν κράτηση. Χωρίς κράτηση δε θα γίνουν δεκτοί.

Γραφείο προσκυνητών Αγίου Όρους - Επίσκεψη και Διαμονητήριο

Για να επισκεφθεί κάποιος το Άγιον Όρος, χρειάζεται να έρθει σε επικοινωνία με το γραφείο προσκυνητών, για να προγραμματίσει την ακριβή ημέρα εισόδου του σ’ αυτό, ώστε να εκδοθεί το απαραίτητο διαμονητήριο.Το τηλέφωνο επικοινωνίας του γραφείου προσκυνητών στην θεσσαλονίκη είναι: 2310-252575 - fax: 2310-222424. Διεύθυνση: Εγνατίας 109 τ.κ.: 54635 Θεσσαλονίκη. Τηλέφωνο γραφείου προσκυνητων  Ουρανούπολη: τηλ.: 23770 71421
Τα στοιχεία που ζητούνται από το αρμόδιο γραφείο είναι τα εξής: ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, έτος γεννήσεως, αριθμός ταυτότητας ή διαβατηρίου , ημερομηνία έκδοσης και εκδούσα αρχή. 
Ο υπεύθυνος του γραφείου προσκυνητών στην Θεσσαλονίκη θα σας κατατοπίσει επακριβώς για όλες τις λεπτομέρειες για την για την είσοδο σας στο Άγιον Όρος από την Ουρανούπολη ή την Ιερισσό Χαλκιδικής.
Η παραλαβή του Διαμονητήριου γίνεται από το γραφείο προσκυνητών στην Ουρανούπολη Χαλκιδικής την ημέρα της αναχώρησης με την επίδειξη της αστυνομικής ταυτότητας ή του διαβατηρίου.

Το ωράριο λειτουργίας στην Ουρανούπολη είναι από Δευτέρα έως Παρασκευή από 05:30 - 13:00, το Σάββατο από 06:30 - 13:00 και την Κυριακή από 08:00 - 13:00. Καλό θα είναι οι επισκέπτες να βρίσκονται εκεί τουλάχιστον 1 ώρα πριν την αναχώρηση τους.
Aν θέλετε να βρείτε το μέρος που επιθυμείτε για την επίσκεψη σας στο Άγιον Όρος καλό θα είναι να κλείσετε έγκαιρα την άδεια εισόδου, μέχρι και δύο μήνες νωρίτερα γιατί ο αριθμός των προσκυνητών είναι περιορισμένος κάθε μέρα.

Το κόστος αυτή τη στιγμή για την έκδοση του διαμονητηρίου είναι :
25 € για Χριστιανούς Ορθόδοξους.
30 € για τους Ετερόδοξους - Αλλόθρησκους.
10 € για ειδικές ομάδες προσκυνητών (μαθητές, φοιτητές, στρατιώτες, ανάπηροι).
Δωρεάν για τους πολύτεκνους.

Ιερές Μονές

Μονή Αγίου Παύλου

Κοντά σ’ έναν μεγάλο χείμαρρο, στους πρόποδες του Αθωνα, στις νοτιοδυτικές ακτές της χερσονήσου,  βρίσκεται η μονή Αγίου Παύλου. Απέχει 20 λεπτά πεζοπορίας από τον αρσανά της και μιάμιση ώρα από την γειτονική μονή Διονυσίου. Ο χρόνος ίδρυσης καλύπτεται από την ομίχλη των θρύλων και των παραδόσεων. Οι μοναχοί αναγνωρίζουν ως κτήτορα τον Παύλο τον Ξηροποταµηνό που έφθασε εδώ μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα. Οι πηγές μαρτυρούν για την ύπαρξή της με το σημερινό της όνομα από το 1108. Απέκτησε τη  φρουριακή της μορφή με το τείχος, τις επάλξεις και τον ψηλό αμυντικό  πύργο, κατά το πέρασμα των αιώνων, διαμορφώνοντας με τον βραχώδη περίγυρο ένα αρμονικό αρχιτεκτονικό σύνολο. Υστερα από τις καταστροφικές επιδρομές που δέχτηκε τον 14ο αιώνα, ανασυγκροτήθηκε  γύρω στα 1360 από τους Σέρβους μοναχούς Γεράσιμο, Ραδώνια και Αντώνιο Πηγάση. Υποστηρίχτηκε οικονομικά τον 15ο αιώνα από τους Παλαιολόγους Ιωάννη Ζ΄ και Η΄ και τα αδέλφια Γκιούρ και Λάζαρο που ήταν σέρβοι ηγεμόνες.

Τον 18ο αιώνα παρήκμασε και στην Επανάσταση σχεδόν ερήμωσε. Μεταξύ 1816-1820 ο μοναχός Ανθιμος Κομνηνός από τη Συλημβρία, ηγούμενος των μετοχίων της μονής στη Ρουμανία και φίλος του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, διπλασίασε το οικοδομικό συγκρότημα,  θεμελίωσε το νέο καθολικό και δώρισε στο μοναστήρι κτήματα στην Κασσάνδρα και τη Θάσο. Το τελευταίο καταστροφικό γεγονός στη σύγχρονη ιστορία του είναι η πυρκαγιά του 1902 και η πλημμύρα του 1911.

Το Καθολικό πανηγυρίζει την Υπαπαντή του Χριστού και, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ξεκίνησε να κτίζεται σε θεμέλια το 1839 για να ολοκληρωθεί το 1844, ανήμερα της εορτής του Αγίου Γεωργίου. Η τοιχοποιία είναι από μάρμαρο κι έχει 14 μαρμάρινες κολόνες με κιονόκρανα λαξευμένα στην Tεργέστη. Ο Iωάννης Λυρίτης από την Τήνο φιλοτέχνησε το 1901 το μαρμάρινο τέμπλο. Το καθολικό σήμερα δεν είναι αγιογραφημένο. Την προσοχή ελκύουν τα 6 μανουάλια από τη Βενετία και ο κεντρικός ορειχάλκινος πολυέλαιος που κατασκευάστηκε το 1669 στη Δρέσδη.

Ανάμεσα στο μοναστήρι και τον αρσανά του υπάρχει το προσκυνητάρι της Μάρως, της κόρης του Σέρβου ηγεμόνα Βράγκοβιτς που είχε παντρευτεί τον Σουλτάνο Μουράτ  Β΄. Σύμφωνα με την παράδοση, το 1470 με πλοίο η Μάρω μετέφερε και προσέφερε στη μονή τα τίμια δώρα των Μάγων προς τον νεογέννητο Χριστό. Οταν αποβιβάστηκε και ανηφόριζε προς το μοναστήρι, ακούστηκε μια φωνή που την καλούσε να σταματήσει τη πορεία της,  γιατί στο Ορος υπάρχει μια άλλη βασίλισσα, η Θεοτόκος.

Από τη μονή εξαρτάται η Νέα Σκήτη που είναι αφιερωμένη στο Γενέσιο της Θεοτόκου και στην οποία ασκήτεψε ο νικόδημος ο Αγιορείτης. Επίσης, εξουσιάζει τη σκήτη του Αγίου Δημητρίου, ή Λάκκου Σκήτη, στη βορειοανατολική πλευρά της χερσονήσου, μεταξύ της μονής και του πύργου του Μορφωνού που ανήκε στην αρχαία αδελφότητα των Αμαλφινών.

Μονή Βατοπεδίου

Κοντά σε έναν όρμο και σε απόσταση 3 ωρών από τις Καρυές, στο μέσο της βορειονατολικής πλευράς της Αθωνικής χερσονήσου, βρίσκεται το κτιριακό συγκρότημα της μονής Βατοπεδίου. Το επιβλητικό σε δομή και μέγεθος μοναστήρι διαθέτει ένα από τα πιο πλούσια αρχεία του Ορους. Παρόλο που ένα μέρος του έχει εκδοθεί, εν τούτοις η πρώιμη ιστορία του παραμένει ακόμα σκοτεινή.  Μια παράδοση, προφανώς αστήρικτη, θέλει για ιδρυτή της τον Μέγα Θεοδόσιο και συνδέει την ονομασία της με την θαυματουργή διάσωση του γιου του μέσα σ’ έναν βάτο. Μια άλλη παράδοση κοντά στη πραγματικότητα, αναγνωρίζει ως κτήτορες τους αδελφούς Αθανάσιο, Νικόλαο και Αντώνιο που ήρθαν εδώ από την Ανδριανούπολη και ανοικοδόμησαν το μοναστήρι το 972.

Πάντως, η πρώτη γραπτή μαρτυρία ανάγεται σε ένα έγγραφο του «Πρώτου» Παύλου του 985, στο οποίο  υπάρχει η υπογραφή του ηγουμένου του Βατοπεδίου, Νικηφόρου. Η μονή άκμασε μετά τον 11ο αιώνα, εποχή κατά την οποία προσάρτησε πολλές μονές που τις μετέτρεψε σε εξαρτήματά της. Το Βατοπέδι μαζί με την Ιβήρων βρίσκεται στη δεύτερη θέση της ιεραρχίας των αγιορείτικων μονών, ύστερα από τη Mεγάλη Λαύρα.

Χαρακτηριστικό του πλούτου που συγκέντρωσε αποτελεί ένα χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Β’, του 1292. Σύμφωνα μ’ αυτό, κατείχε μετόχια και «μονύδρια»  σε διάφορα μέρη, τα έσοδα ενός πανηγυριού, ένα βοσκοτόπι για βόδια και το νησί της Αμμουλιανής. Διαδραμάτισε, επίσης, σπουδαίο ρόλο στην εξάπλωση της κίνησης του ησυχασμού, αφού στο καθολικό του εκάρη μοναχός Γρηγόριος ο Παλαμάς.

Η ανέγερση καινούργιων κτισμάτων αποδίδεται σε δωρεές του 12ου αιώνα από τον βασιλιά της Σερβίας Συμεών και τον γιο του, Σάββα. Λαφυραγωγήθηκε πολλές φορές στην ιστορία της από Καταλανούς και Τούρκους και περιέπεσε σε οικονομική δυσχέρεια. Το έργο της αναστήλωσής της πάντα συνέδραμαν βυζαντινοί αυτοκράτορες, Βαλκάνιοι ηγεμόνες, οι τσάροι της Ρωσίας και σε κάποιες εποχές και ηγεμόνες της Δύσης.

Το τρίκογχο καθολικό με τρούλο (10ος αιώνας) είναι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, με τυπολογία βασισμένη σε εκείνο της Μεγίστης Λαύρας. Ανακατασκευάστηκε τον 14ο αιώνα και τον 17ο έγινε η προσθήκη του διώροφου ανοικτού έξω νάρθηκα. Στο εσωτερικό της διατηρούνται τα μοναδικά σωζόμενα στο Αγιο Ορος ψηφιδωτά του 11ου και 14ου αιώνα, ενώ οι τοιχογραφίες είναι του 1312 και ανήκουν στη Μακεδονική σχολή. Το ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο του 1788 είναι εξαιρετικής τέχνης και αντικατέστησε το αρχικό μαρμάρινο. Επίσης, στο δάπεδο υπάρχουν εξαιρετικά μαρμαροθετήματα. To καμπαναριό του 1427 είναι από τα υψηλότερα του Αγίου Ορους κι έχει οκτώ καμπάνες.

Το μοναστήρι είναι το μοναδικό στο Ορος που ακολουθεί το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Στην πλούσια βιβλιοθήκη του περιλαμβάνονται πάνω από 1.700 χειρόγραφοι κώδικες, μεταξύ των οποίων το αρχαιότερο  χειρόγραφο βυζαντινής μουσικής (1106), σπάνια γεωγραφικά έργα του Πτολεμαίου, του Στράβωνα, του Παυσανία, δυο Ψαλτήρια με μικρογραφίες και μια εικονογραφημένη Οκτώηχος.

Μονή Γρηγορίου

Η παραθαλάσσια μονή Γρηγορίου ορθώνεται στη νοτιοδυτική πλευρά της χερσονήσου του Αθωνα, μεταξύ της Σιμωνόπετρας και της Διονυσίου. Οι πηγές μαρτυρούν  την ύπαρξή της από το 1347,  και ο Οσιος  Γρηγόριος ο Σιναϊτης αναγνωρίζεται από την αδελφότητα των μοναχών ως κτήτοράς της.  Περιήλθε σε δεινή θέση το 1500, εξαιτίας  επιδρομών από Αγαρηνούς πειρατές, και ανακαινίστηκε με τη χορηγία του ηγεμόνα της Μολδαβίας, Στεφάνου. Τον 16ο αιώνα κτίστηκε η βόρεια πτέρυγα που διαχωρίζει τις αυλές, το καμπαναρείο και τον πύργο.

Η μονή έγινε παρανάλωμα του πυρός το 1761 και ανοικοδομήθηκε εκ νέου με τις χορηγίες του οσποδάρου της Ουγγροβλαχίας, επί ηγουμενίας Ιωακείμ του Μακρυγένη. Ψυχή του ανακαινιστικού έργου αναδείχτηκε ο σκευοφύλακάς της, Ιωακείμ ο Ακαρνάν. Πέρασε ημέρες μεγάλης οικονομικής ανέχειας στα χρόνια της Επανάστασης, που έκανε τους μοναχούς να ζητήσουν να γίνει «εξάρτημα» της μονής Μεγίστης Λαύρας. Μια καινούρια εποχή άρχισε το 1859, όταν ο ηγούμενός της, Συμεών, ξεχρέωσε το μοναστήρι και έφτιαξε καινούργια κτίρια.

Μετά τη πυρκαγιά του 1761 ανεγέρθηκε το σχετικά μικρό Καθολικό με τον διπλό νάρθηκα. Είναι αφιερωμένο στον Αγιο Νικόλαο, και επεκτάθηκε το 1840 με τον έξω νάρθηκα. Αγιογραφήθηκε το 1779 από του Καστοριανούς μοναχούς Γαβριήλ και  Γρηγόριο, με τοιχογραφίες που εμφανίζουν έντονες λαϊκές επιρροές. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο, με σκηνές από την Αγία Γραφή, θεωρείται από τα πιο σημαντικής καλλιτεχνικής αξίας στο Αγιο Ορος. Στη μονή φυλάσσονται περίπου 297 χειρόγραφα και 6.000  έντυπα. Υπάρχει και μια φορητή εικόνα, η Παναγία η Γαλακτοτροφούσα του 17ου αιώνα, με σπάνιο θέμα: Απεικονίζει τη Θεοτόκο να θηλάζει τον Χριστό. Προστάτιδα εικόνα της μονής είναι η Παναγία η επονομαζόμενη «Παλαιολογίνα», σε επιγραφή της οποίας διαβάζουμε: «Δέησις της ευσεβέστατης Κυράς Μαρίας Ασανήνας Παλαιολογίνας, Κυράς της Μολδοβλαχίας».

Μονή Διονυσίου

Στη νοτιοδυτική ακτή του Αθωνα, το καστρομονάστηρο ρίζωσε τα θεμέλιά του πάνω σ’ έναν στενό και απόκρημνο βράχο ύψους 80 μ. Βρίσκεται ανάμεσα στις μονές του Γρηγορίου και του Αγίου Παύλου. Το μοναστήρι, γνωστό και ως «Νέα Πέτρα», καθιδρύθηκε ανάμεσα στα 1356 και 1366 από τον Οσιο Διονύσιο από την Κορεσό της Μακεδονίας. Με τη μεσολάβηση του αδελφού του, που ήταν μητροπολίτης Τραπεζούντας, κέρδισε την υποστήριξη του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ' Κομνηνού, όπως μαρτυρεί το εξαίρετο χρυσόβουλλο του 1374 με την εικόνα του αυτοκράτορα και της γυναίκας του Θεοδώρας.

Την ιστορία του μοναστηριού σημάδεψε το 1535 μια καταστροφική πυρκαγιά, αλλά γρήγορα στάθηκε ξανά όρθιο και πήρε την αρχιτεκτονική μορφή ενός πολυεπίπεδου οικοδομήματος με εξώστες πάνω σε ξύλινους προβόλους. Οι Μολδαυοί ηγεμόνες Πέτρος Δάρες, Ράδουλος και Νεάγκος Βασσαράβας, Αλέξανδρος Λεπουσνεάνου χρηματοδότησαν το κτίσιμο του ναού, των πτερύγων, του πύργου και του υδραγωγείου. Στην ιστορία έχουν καταγραφεί οι καταστροφικοί σεισμοί του 1585 και 1765.

Μετά από πυρκαγιά ανοικοδομήθηκε εκ νέου το μολυβδοσκέπαστο καθολικό που είναι αφιερωμένο στη Γέννηση του Προδρόμου. Το χαρακτηρίζει μια ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα, αφού διαθέτει δύο χώρους με μικρούς τρούλους που στεγάζουν την πρόθεση και το διακονικό, αμφίπλευρα της κεντρικής κόγχης του ιερού βήματος. Αγιογραφήθηκε  το 1547 από τον κρητικό αγιογράφο Τζώρτζη και έχει ένα επιχρυσωμένο τέμπλο που χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα. Στη στοά που σχηματίζεται  μπροστά από την είσοδο της τράπεζας της μονής, οι τοιχογραφίες του 1603 με θέμα την Αποκάλυψη, θεωρούνται ως η αρχαιότερη πλήρης έκφρασή της στην Ορθόδοξη αγιογραφία.

Η Διονυσίου κατέχει την πέμπτη θέση στην ιεραρχία των µοναστηριών και ανάμεσα στα κειμήλιά της σώζεται το ιερό λείψανο του δεξιού χεριού του Προδρόµου και μια ανάγλυφη παράσταση της Σταύρωσης από ελεφαντοστό, της οποίας η χρονολόγηση στον 10ο αιώνα αμφισβητείται από τους ειδικούς.

Μονή Δοχειαρίου

Στη νοτιοδυτική πλευρά της χερσονήσου του Αθωνα, παραπλέοντας προς το λιμάνι της Δάφνης βρίσκεται χτισμένο αμφιθεατρικά το παραλιακό κτιριακό συγκρότημα. Η κάτοψή του σχηματίζει ένα ακανόνιστο πεντάπλευρο, με τον αμυντικό πύργο να δεσπόζει δίπλα στη πύλη. Οι καταχύστρες του προστάτευαν την είσοδο στα δύσκολα χρόνια των πειρατικών επιθέσεων. Εχει 5 ορόφους και ύψος 28 μ. Στο ισόγειο διαθέτει δεξαμενή που τροφοδοτείται με νερό από την κρήνη στη βάση.

Ως ιδρυτή της μονής Δοχειαρίου στα τέλη του 10ου αιώνα, η παράδοση αναγνωρίζει τον Οσιο Ευθύμιο που υπήρξε μαθητής και συνασκητής του Αθανασίου του Αθωνίτου. Αυτός είχε διατελέσει «δοχειάρης», μάλλον στη Μεγίστη Λαύρα, είχε δηλαδή το διακόνημα του υπευθύνου της αποθήκης τροφίμων.

Ερευνητές υποστηρίζουν ότι πιθανώς το μοναστήρι μεταφέρθηκε σε μια νέα τοποθεσία στα βουνά μεταξύ 1083 και 1108 και ανάμεσα στα 1083 και 1108  εγκαταστάθηκε στη σημερινή του, παράκτια, θέση. Αρχές του 12ου αιώνα αφιερώθηκε στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Στον τότε ηγούμενο Νεόφυτο, δεύτερο κτήτορα της μονής, οφείλεται η ανέγερση πιο μεγάλου καθολικού και η ανύψωση του αμυντικού πύργου.

Οι δύσκολες εποχές των πειρατικών επιδρομών του 13ου και 14ου αιώνα, διαδέχθηκαν την περίοδο ακμής των πρώτων αιώνων. Το μοναστήρι ευεργέτησαν οι γενναίες ενισχύσεις του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και του Σέρβου ηγεµόνα Στέφανου ∆ουσάν. Η τουρκοκρατία επιβάρυνε την κατάσταση, αλλά τον 16ο αιώνα βρήκε στήριξη από τον ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Αλέξανδρο και τη γυναίκα του Ρωξάνδρα, οι οποίοι βοήθησαν στην ανάκτηση της περιουσίας της από τους Οθωμανούς. Είναι αξιοσημείωτο ότι, σε αντίθεση με τις άλλες μονές, ποτέ δεν υπέστη τις καταστροφικές συνέπειες μιας πυρκαγιάς. Ομως, στην Επανάσταση του 1821 έχασε το σύνολο της κινητής περιουσίας της. Ο πύργος της στις αρχές του 17ου αιώνα ανακαινίστηκε, ενώ το 1660 αναγνωρίσθηκε ως σταυροπηγιακή.

Στο καθολικό τιμούνται οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Η αγιογράφηση του ναού έγινε το 1568 και αποδίδεται στον  περίφημο ζωγράφο Θεοφάνη. Η βάση του κεντρικού τρούλου βρίσκεται σε 15 μέτρα ύψος από το έδαφος, προκειμένου να φωτιστεί το εσωτερικό λόγω τις γειτνίασής του με τις πτέρυγες. Στο σκευοφυλάκιο εντυπωσιάζει η διαθήκη του ηγούμενου Νεόφυτου γραμμένη πάνω στο ύφασμα ενός πολύτιμου πέπλου.

Μονή Εσφιγμένου

Για αιώνες τώρα βρέχεται από τα νερά του Στρυμωνικού κόλπου στη βορειοανατολικές ακτές της Αθωνικής χερσονήσου, σε απόσταση 3 χλμ. από το Χελανδάρι. Η ύπαρξή της χρονολογείται από τα τέλη του 10ου  αιώνα με την αναφορά ότι το 998 ήταν ηγούμενος ο Θεόδωρος. Γραπτή, επίσης, αναφορά για τη μονή έχουμε το 1045 στο Τυπικό του Κωνσταντίνου του Μονομάχου.

Το αρχικό της όνομα ήταν Εσφαγμένου, πιθανόν σε σχέση με τον Χριστό που ως Αμνός του Θεού θυσιάστηκε για τη σωτηρία του κόσμου. Ηκμασε  κατά τον 11ο αιώνα και κατείχε μεγάλη περιουσία στην Αθωνική χερσόνησο. Κατά την εποχή εκείνη στο μοναστήρι έβρισκαν στέγη αρμένιοι μοναχοί, μεταξύ των οποίων και κάποιος Θεόκτιστος που διετέλεσε ηγούμενος το 1030 και αργότερα «Πρώτος» στον Αθωνα. Το απόγειο της ευημερίας για την Εσφιγμένου υπήρξε ο 14ος αιώνας, όταν η αδελφότητα αριθμούσε 200 ψυχές και η περιουσία της ανερχόταν σε 1200 μόδιους (μέτρο όγκου για σιτηρά). Στα κελιά της ασκήτεψαν ο Αθανάσιος Α’, Πατριάρχης Κων/πολεως και ο Γρηγόριος ο Παλαμάς ως ηγούμενος (1335-36) που προσπάθησε να εισάγει τον ησυχασμό στο μοναστήρι.

Οι καλόγεροι της Εσφιγμένου αασκούσαν συστηματικά το εργόχειρο του ψαρά, χρησιμοποιώντας το παραδοσιακό «ταλιάνι» και το «θυνί». Η θάλασσα, όμως, έφερνε και τους Αγαρηνούς  πειρατές που λεηλάτησαν επανειλημμένα το μοναστήρι με αποκορύφωμα την πυρπόλησή του το 1534. Γενικά η ιστορία της μονής μετά την κατάληψη του Ορους από τους Οθωμανούς, παραμένει σκοτεινή. Στον αρσανά της όμως τον Μάιο του 1821 αποβιβάστηκε ο Εμμανουήλ Παπάς φέρνοντας το μήνυμα της Επανάστασης με επακόλουθο τη μετατροπή της σε τουρκικό στρατόπεδο μέχρι το 1832.

Η Ανάληψη του Χριστού τιμάται στο καθολικό που έχει 8 τρούλους. Ανοικοδομήθηκε  το 1808 και τα θυρανοίξια (εγκαίνια) έγιναν το 1811 με την παρουσία του  ευεργέτη της μονής,  Γρηγορίου  Ε'.  Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ναού είναι το κοιλόκυρτο ξυλόγλυπτο, επιχρυσωμένο, τέμπλο του 1813, αλλά και το παραπέτασμα στη Ωραία Πύλη που προέρχεται από την σκηνή εκστρατείας του Μεγάλου Ναπολέοντα.  Οι τοιχογραφίες ιστορήθηκαν το 1818 από τα χέρια των Βενιαμίν, Ζαχαρία και Μακάριου που κατάγονταν από το Γαλάτσι της Ρουμανίας.

Μονή Ζωγράφου

Κτισμένη στο εσωτερικό της βορειοδυτικής Αθωνικής χερσονήσου, βόρεια της Κωνσταμονίτου, μένει αθέατη από τη θάλασσα. Ο χρόνος ίδρυσής της είναι τυλιγμένος από τον θρύλο, που πάντως ισχυρίζεται ότι  έφθασαν εδώ τον 10ο αιώνα, στους χρόνους του Λέοντα ΣΤ' του Σοφού, οι ασκητές Μωυσής, Ααρών και Ιωάννης από την Αχρίδα. Μια άλλη παράδοση ισχυρίζεται ότι πήρε το όνομά της  όταν μετά τη διαφωνία των κτητόρων της, πάνω σε μια ξύλινη επιφάνεια ξαφνικά εμφανίστηκε η εικόνα του Αγίου Γεωργίου, του προστάτη της μονής.

Κατά τους μελετητές η σύστασή της μάλλον συνδέεται με την υπογραφή  του ονόματος Γεώργιος ο Ζωγράφος που εμφανίζεται το 970-72 πάνω στον Τράγο (τυπικό) του Ιωάννη Τσιμισκή. Δεν αναφέρεται ως μοναχός ή ηγούμενος, ήταν μάλλον αγιογράφος, όπως ήταν καλλιγράφος ο μοναχός και ηγούμενος Νικόλαος που συνυπογράφει το ίδιο κείμενο.

Το μοναστήρι μνημονεύεται στη σύνοδο του Αγίου Ορους το 1051. Τον έλεγχό του από τον 13ο αιώνα ανέλαβαν βούλγαροι μοναχοί. Τα «πρακτικά» του από τα τέλη του 13ου αιώνα μέχρι το 1320 αποτελούν πολύτιμες πηγές για την αγροτική ιστορία της κοιλάδας του Στρυμώνα. Το κενοτάφιο μαρτυρά ένα θλιβερό γεγονός: Το 1276, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος και Πατριάρχης ο Βέκκος, 26 µοναχοί βρήκαν τραγικό θάνατο  επειδή αρνήθηκαν την ένωση με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.

Η μονή ανέκαμψε μετά την καταστροφή που προξένησαν Καταλανοί πειρατές τον 14ο αιώνα, χάρις στην υποστήριξη των Παλαιολόγων, του βούλγαρου Μιχαήλ Ασάν,  και του ηγεμόνα  Στέφανου του Καλού (1457-1504), βοεβόδα της Μολδαβίας, που έχτισε τον πύργο του αρσανά και  παραχώρησε αρκετά μετόχια. Η επικράτηση στο μοναστήρι από το 1845 των βούλγαρων μοναχών επέβαλε οι ακολουθίες να τελούνται στην Σλαβονική, την αρχαία σλαβική εκκλησιαστική γλώσσα. Μέχρι τότε συνυπήρχαν σέρβοι και βούλγαροι μοναχοί, ενώ μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα οι  ακολουθίες τελούνταν στα ελληνικά και τα βουλγαρικά.

Το 1801 οικοδομήθηκε σε παλαιότερα θεμέλια  το Καθολικό που είναι αφιερωμένο στον  Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο. Η αδελφότητα  σε προσκυνητάρι του ναού τιμά την αχειροποίητο, κατά την παράδοση, εικόνα του. Οι τοιχογραφίες είναι του 1817, και το 1840 ο ναός συμπληρώθηκε με υαλόφρακτο νάρθηκα. Κειμήλιο για τους μοναχούς είναι η εικόνα της Παναγίας της «Επακούουσας» που φυλάσσεται στο Ιερό Βήμα. Η βιβλιοθήκη της μονής περιέχει 126 ελληνικά και 388 σλαβικά χειρόγραφα και περισσότερα από 10.000  βιβλία.

Μονή Ιβήρων

Η Γεωργιανή (Ιβηρική) μονή  βρίσκεται σ’ έναν μικρό όρμο στη βορειοανατολική πλευρά της χερσονήσου του Αθωνα, 4 χλμ. από τις Καρυές. Κατατάσσεται τρίτο στην ιεραρχία και την αρχαιότητα της μοναστικής πολιτείας. Ο κτήτοράς της, άρχοντας Ιωάννης Τορνίκιος από την Ιβηρία, την ίδρυσε μεταξύ 979-80 με τα λάφυρα που απεκόμισε ύστερα από την νίκη του επί του επαναστάτη Βάρδα Σκληρού. Ανάμεσα στο 1010 και το 1020 ονομαζόταν μονή των Ιβήρων, ή του Ευθυμίου, εξαιτίας ενός ίβηρα μοναχού που προηγούμενα μόναζε στη Μεγίστη Λαύρα.

Στα πρώτα χρόνια της ζωής του μοναστηριού λειτουργούσε εργαστήριο αντιγραφής χειρογράφων στη γεωργιανή γλώσσα. Οι Ιβηρες μοναχοί, που αποτελούσαν τη μειοψηφία του κοινοβίου έμειναν μέχρι το 1357, όταν αυτό περιήλθε σε έλληνες μοναχούς. Η παράδοση της καταγωγής του, όμως, διατηρείται ζωντανή με τους μοναχούς να υπολογίζουν την ώρα με το Χαλδαϊκό σύστημα που έχει ως βάση την ανατολή του ήλιου.  Επανειλημμένα  κουρσεύτηκε από τους Αραβες και τους Καταλανούς και ανακατασκευάστηκε στα τέλη του 16ου αιώνα με την ενίσχυση Γεωργιανών και Ρουμάνων ηγεμόνων. Τραγικό γεγονός είναι η μερική καταστροφή από πυρκαγιά το 1865.

Το Καθολικό έχει δεχτεί πολυάριθμες ανακαινίσεις και μετατροπές. Κτίστηκε το 980-83 από τον Ιβηρα Γεώργιο Βαρασβατζέ. Οι τοιχογραφίες του αποδίδονται στον Θεοφάνη Στρελίτζα. Αφιερωμένο στη Θεοτόκο, θεωρείται από τα αρχαιότερα σωζόμενα κτήρια του Αθωνα. Στο παρεκκλήσι της Πορταϊτισσας ο προσκυνητής δέχεται την ευλογία της φημισμένης εικόνας της Παναγίας, δίπλα στην οποία στέκεται διαρκώς ένας μοναχός που αποκαλείται «προσμονάριος». Στον αρσανά, το λιμάνι της μονής, ορθώνεται σε ύψος 22,5 μ. ένας από τους αρχαιότερους αγιορείτικους πύργους.

Το μοναστήρι ανάμεσα σε άλλα διασώζει το παλαιότερη, ίσως, γραπτή καταγραφή δημοτικού τραγουδιού του 15ου αιώνα, μικρογραφημένα Ευαγγέλια, 2,000 χειρόγραφα, κώδικες από περγαμηνή και πολλές εκατοντάδες αρχέτυπα και παλαίτυπα βιβλία. Ανάμεσά τους ο περίφημος εικονογραφημένος κώδικας του 12ου με τον βίο των Βαρλαάμ και Ιωάσαφ.

Στα κειμήλιά της περιλαμβάνονται ο μανδύας του Γρηγορίου Ε', ο αυτοκρατορικός σάκκος του Ιωάννη Τσιμισκή και η αριστουργηματική επτάφωτη λυχνία σε σχήμα λεμονόδεντρου. Το αρχειοφυλάκιο αποτελεί για τους ερευνητές πολυτιμότατη πηγή πληροφοριών για την βυζαντινή τοπογραφία και προσωπογραφία της Μακεδονίας.

Μονή Καρακάλου

Ανάμεσα στη Μεγίστη Λαύρα και τη μονή Ιβήρων, στη βορειοανατολική πλευρά του  Αθωνα, ο προσκυνητής ανακαλύπτει σε μια κατάφυτη πλαγιά τη μονή Καρακάλου με τον επιβλητικό αμυντικό πύργο πάνω από την είσοδό της. Η σύνδεσή της με τον αυτοκράτορα Καρακάλα είναι μάλλον ανυπόστατη. Ο χρόνος ίδρυσής της παραμένει άγνωστος και η πρώτη γραπτή αναφορά του 1018 για την ύπαρξή της βρίσκεται σε χειρόγραφο του Πρωτάτου με το οποίο καθορίζονται τα σύνορά της.

Η παράδοση επιμένει να αναγνωρίζει ως κτήτορά της τον μοναχό Νικόλαο της οικογένειας των Καρακάλων, από τη Δημητσάνα. Κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα η μονή υπέφερε μαζί με τις υπόλοιπες από τις επιδρομές  Καταλανών πειρατών και παρήκμασε. Το 1294 δεχτηκε την οικονομική αρωγή του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου και απέκτησε μετόχια εκτός του Αγίου Ορους.

Μετά τη λεηλασία της από τους πειρατές τον 16ο αιώνα,  ο μολδαβός ηγεμόνας Ιωάννης Πέτρος Ράρες την ανακαίνισε, οικοδόμησε το Καθολικό και τους δύο οχυρωματικούς πύργους. Στα μέσα του 17ου αιώνα η στήριξη από τον Ιβηρα ηγεμόνα Aρτχίλ και τον αδελφό του Γεώργιο Βαχτάγ (1674)  την οδήγησαν σε μεγάλη ακμή, ενώ σύμφωνα με μαρτυρίες το κοινόβιό της έφθασε να έχει 500 μοναχούς. Κατά την Επανάσταση του 1821 το μοναστήρι συνέπραξε με τους εξεγερμένους. Οι μοναχοί διηγούνται ότι επειδή ο ηγούμενος  Δαμασκηνός χάρισε ένα ωραίο άλογο στον οπλαρχηγό Τσάμη Καρατάσο, αυτό του στοίχισε την αποπομπή του από τη μονή.

Το Καθολικό, τυπικό δείγμα του αγιορείτικου ρυθμού, κτίστηκε μεταξύ 1548-1563 και τιμάται στο όνομα  των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Το 1710 προστέθηκε το «καμπαναρείο» και το 1714 ο έξω νάρθηκας. Η είσοδος του ναού έχει ξύλινα θυρόφυλλα  και την φιλοτέχνησε το 1592 ο μοναχός Θεοφάνης. Οι τοιχογραφίες χρονολογούνται το 1716 και είναι των ιερομόναχων Ιωάννη και Δαμασκηνού. Σημαντική καλλιτεχνική αξία έχει μια φορητή εικόνα των Δώδεκα Αποστόλων στο τέμπλο που είναι έργο του γνωστού αγιορείτη ζωγράφου Διονυσίου εκ Φουρνά (1722).  Μεταξύ άλλων χειρογράφων στη βιβλιοθήκη διασώζεται  ένα περγαμηνό ειλητάριο του 9ου αιώνα που περιέχει τη Θεία Λειτουργία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου κι ένα τετραευαγγέλιο με μεγαλογράμματη γραφή.

Στον αρσανά κυριαρχεί ο πύργος με το προτείχισμα και τις επάλξεις του. Η σχετική επιγραφή μας πληροφορεί: «έτος ζμβ’ (1534) ετελειώθη ο πύργος και ο αρμπακάς». Τα λιμάνια για τις μονές υπήρξαν κτιριακά συγκροτήματα ζωτικής σημασίας για την επικοινωνία τους και τη συντήρησή τους.

Μονή Κουτλουμουσίου

Βρίσκεται σε πολύ μικρή απόσταση από τις Καρυές. Παρόλο που ένα πλαστογραφημένο χειρόγραφο στο αρχείο της μονής ισχυρίζεται ότι ιδρύθηκε από τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό,  έχουμε την πρώτη γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξή της σε έγγραφο του 1169 που υπογράφεται από τον ηγούμενό της. Η μονή Κουτλουμουσίου, ή Κουτουλμουσίου, ακολούθησε τη μοίρα κι άλλων αγιορείτικων μοναστηριών, λεηλατήθηκε από τις πειρατικές επιδρομές των  Καταλανών τον 14ο αιώνα, και υπέστη το 1859 και 1870 τις συνέπειες καταστροφικών πυρκαγιών.

Ο θρύλος μας διασώζει ότι πήρε το όνομά της από το πατρωνυμικό του επανιδρυτή της  Κωνσταντίνου, γιου του Σελτζούκου πρίγκηπα Αζζεδίν Κουτλουμούς, που βαπτίστηκε χριστιανός και αποσύρθηκε στο Ορος. Το φτωχό και μικρό μοναστήρι μέχρι τον 14ο αιώνα δέχθηκε 40 μοναχούς και απέκτησε σημαντική περιουσία κοντά στις Σέρρες, τη Χαλκιδική και τη Βλαχία. Εφθασε στην ακμή του επί εποχής του ηγουμένου Χαρίτωνα (1362-1381) ο οποίος προσήλκυσε την προστασία των ηγεμόνων της Βλαχίας. Επίσης, είχε δεχτεί κατά καιρούς γενναίες οικονομικές χορηγίες από τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο και τη Θεοδώρα Καντακουζηνή. Ιστορείται ότι ο ηγούμενος Χαρίτων το 1371 αναγκάστηκε σαν παραχώρηση προς τους μοναχούς από τη Βλαχία που ήρθαν στη μονή, να επιτρέψει το ιδιόρρυθμο καθεστώς  μοναχικής άσκησης που διήρκεσε μέχρι το 1856.

Σταθμός στην ιστορία του Κουτλουμουσίου ήταν το 1428, όταν οι μοναχοί παρέλαβαν την εγκαταλειμμένη μονή του Αλυπίου. Τότε τα δυο μοναστήρια ενώθηκαν κάτω από την εξουσία ενός ηγουμένου. Το Καθολικό είναι από τα μικρότερα του Ορους, τιμάται στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα και  πρέπει να οικοδομήθηκε επί ηγουμενίας του μοναχού Χαρίτωνα. Διαθέτει τοιχογραφίες της κρητικής σχολής που ιστορήθηκαν το 1549, κι ένα περίτεχνο επίχρυσο ξυλόγλυπτο τέμπλο του 19ου αιώνα.

Το μοναστήρι έχει συνολικά 13 παρεκκλήσια και απ' αυτό εξαρτάται η Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονα (1785). Το 1842 στο Κουτλουμουσιανό Κελλί του Τιμίου Προδρόμου εγκαταστάθηκε η περίφημη Αθωνιάδα Σχολή, η οποία λειτούργησε εκεί μέχρι το 1930. Πολύτιμη παρακαταθήκη για το μοναχικό κοινόβιο είναι τα ιερά λείψανα που της δώρισε, σύμφωνα με την παράδοση, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός: Το άφθορο πόδι της Θεομήτορος Αννας, το χέρι του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, η κάρα του Αγίου Αλυπίου, τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου κ.ά. Η έκτη στην ιεραρχία και δωδέκατη στην αρχαιότητα αγιορείτικη μονή, θησαυρίζει στην βιβλιοθήκη της  750 χειρόγραφους κώδικες και περί τα 5.000 βιβλία.

Μονή Κωνσταμονίτου

Η μονή Κωνσταμονίτου, ή Κασταμονίτου, είναι θεμελιωμένη σε μια  κατάφυτη πλαγιά, στη δυτική πλευρά του Αθωνα, κοντά στον Σιγγιτικό κόλπο. Διεκδικώντας η  παράδοση αρχαίες καταβολές, αναγνωρίζει για ιδρυτή της τον Μέγα Κωνσταντίνο και τον γιο του Κώνστα. Οι γραπτές μαρτυρίες, ωστόσο, τοποθετούν τη σύστασή της στα μέσα του 11ο αιώνα. Το όνομά της ίσως να συνδέεται μ’ έναν αρχικό οικιστή που καταγόταν από τον Kασταμώνα της Παφλαγονίας, ή ακόμα με ένα μέλος της επιφανούς βυζαντινής οικογένειας των Κασταμονιτών.

Τον 14ο αιώνα πυρπολήθηκε από Καταλάνους πειρατές και η ανασυγκρότησή της έγινε το 1433 χάρη στις προσφορές της πριγκίπισσας της Σερβίας Αννας της Φιλανθρωπινής, του ηγεμόνα Γεώργιου Bράνγκοβιτς και του αρχιστράτηγου Pάδιτς που ήρθε εδώ για να καρεί μοναχός με το όνομα Ρωμανός.

Η μονή προσέλκυσε αρκετούς σλαβόφωνους μοναχούς και η ευημερία της διήρκεσε μέχρι το 1500 περίπου. Η πυρκαγιά του 1717 την οδήγησε σε μαρασμό και αναασυγκροτήθηκε το 1818  σε κοινόβιο με χρήματα του Αλή Πασά, ύστερα από τη μεσολάβηση της περίφημης κυρά Βασιλικής. Σε θεμέλια παλαιότερου ναού ανεγέρθηκε το 1867 το καθολικό, σύμφωνα με την αγιορείτικη τυπολογία. Εχει 8 μολυβδοσκέπαστους τρούλους. Είναι αφιερωμένο στον Αγιο Στέφανο και στερείται  αγιογραφιών. Στο εσωτερικό του βρίσκεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Αντιφωνήτριας.  Χαρακτηριστικό κειμήλιο είναι  ένα ασημοντυμένο ο Ευαγγέλιο του 1820, εξαίρετο δείγμα της ηπειρώτικης αργυροχρυσοχοΐας. Η παράδοση της μονής ισχυρίζεται ότι είναι δώρο της κυρά Βασιλικής.

Μονή Μεγίστης Λαύρας

Ονομάζεται και Λαύρα του Αθανασίου. Στο ακρωτήριο Ακράθως, στην νοτιοανατολική πλευρά της χερσονήσου του Αγίου Ορους και σε απόσταση επτάωρης πεζοπορίας από τις Καρυές, ορθώνεται το επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα της κοινοβιακής μονής Μεγίστης Λαύρας. Είναι η αρχαιότερη στο Ορος και κατέχει δικαιωματικά την πρώτη θέση στην ιεραρχία μεταξύ των άλλων είκοσι μοναστηριών.

Κτήτοράς της είναι ο Αθανάσιος ο Αθωνίτης που την έκτισε το 963 με την προτροπή και  τη συνδρομή του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, ο οποίος σκόπευε να αποσυρθεί στο Ορος. Ο μοναχός αυτός θεωρείται από τις μεγαλύτερες μορφές του ορθόδοξου κοινοβιακού μοναχισμού. Με περηφάνια η παράδοση υποστηρίζει ότι οι χάλκινες πύλες του νάρθηκα της εκκλησίας προέρχονται από τα λάφυρα που πήρε ο αυτοκράτορας από τους Σαρακηνούς με την ανακατάληψη της Κρήτης.

Η Λαύρα δέχτηκε τα προνόμια του Νικηφόρου Φωκά που την ανακήρυσσαν αυτοκρατορική μονή, την καθιστούσαν ανεξάρτητη από τις τοπικές εκκλησιαστικές αρχές και την προικοδοτούσαν μ’ ένα ετήσιο επίδομα 244 χρυσών νομισμάτων. Στο φρουριακού χαρακτήρα μοναστικό συγκρότημα τον 11ο αιώνα ασκούνταν 700 μοναχοί. Την ακμή της στο διάβα της ιστορίας πιστοποιεί το γεγονός ότι από την αδελφότητά της αναδείχθηκαν 50 Αγιοι και υπηρέτησαν την Εκκλησία 27 Πατριάρχες και 145 Επίσκοποι.

Ο Αθανάσιος επέβλεψε την κατασκευή του Καθολικού επιφάνειας 600 τ.μ., τα κελιά, το νοσοκομείο, το μαγειρείο και το υδραγωγείο. Ο ναός αρχικά ήταν αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, ενώ μετά  τον 15ο αιώνα τιμάται ανήμερα της κοίμησης του Οσίου Αθανασίου. Ο αρχιτεκτονικός του τύπος είναι ο σύνθετος εγγεγραμμένος τετρακιόνιος σταυροειδής με τρούλο, που επικράτησε να ονομάζεται «αγιορείτικος ρυθμός» και συναντάται στα περισσότερα αθωνικά μοναστήρια. Οι τοιχογραφίες του 1535 είναι έργο του περίφημου Θεοφάνη από την Κρήτη, ενώ το μαρμάρινο τέμπλο φιλοτέχνησε το 1870 ο τηνιακός Γιαννούλης Χαλεπάς. Στον περίβολο με τα γιγάντια κυπαρίσσια και τη «φιάλη» υπάρχει, ανάμεσα στα 37 παρεκκλήσια, η Παναγία η Κουκουζέλισσα, με τη θαυμάσια ομώνυμη φορητή εικόνα της παλαιολόγειας εποχής.

Στη διάρκεια της χιλιόχρονης ιστορίας της η μονή ευνοήθηκε από τους ισχυρούς κάθε εποχής. Ο Κωνσταντίνος Θ’ ύστερα από παράκληση των μοναχών απέστειλε υψηλόβαθμους αξιωματούχους του παλατιού για να αποτρέψουν τη φορολόγησή της από τοπικούς άρχοντες. Το 1259 ο Μιχαήλ ΙΓ’ με χρυσόβουλλο επιβεβαίωσε την περιουσία της και της παραχώρησε το χωριό Tοξόμπους. Την ίδια πολιτική ακολούθησε και ο Ανδρόνικος Β’. Η μονή ανέδειξε φωτισμένους ηγούμενους όπως τον Φιλόθεο Κόκκινο και τον Γρηγόριο τον Παλαμά. Η ιστορική πορεία της συνεχίστηκε με τις επιδρομές της Καταλανικής Εταιρείας και στη συνέχεια με την κατάληψη του Ορους από τους σέρβους και την ολιγόχρονη παραμονή των Οθωμανών, το 1387.

Εδώ φυλάσσονται πολλά άγια λείψανα, ενώ στο περίφημο σκευοφυλάκιό της βρίσκεται, ανάμεσα σε πλήθος πολύτιμων κειμηλίων, ο αυτοκρατορικός σάκκος, το στέμμα και το ευαγγέλιο του Νικηφόρου Φωκά, χειρόγραφα Ευαγγέλια, δώρα των Ρώσων τσάρων, κινέζικες πορσελάνες, ιταλικά πιάτα και όπλα. Η συλλογή από φορητές εικόνες υπερβαίνει τις 2,000. Η βιβλιοθήκη της με  2,800 κώδικες, εκατοντάδες σπάνια χειρόγραφα, 8,000 έγγραφα και  110,000 βιβλία από το 1500 μέχρι σήμερα, κατατάσσεται ανάμεσα στις σπουδαιότερες και πλουσιότερες στον Ορθόδοξο κόσμο.

Μονή Ξενοφώντος

Πρόκειται για ένα από τα αρχαιότερα μοναστικά καθιδρύματα του Αγίου Ορους. Ορθώνεται στο μέσο της δυτικής πλευράς του Αθωνα, ανάμεσα στις μονές Παντελεήμονος και Δοχειαρίου. Με την τελευταία η μονή Ξενοφώντας είχε κατά καιρούς διενέξεις σχετικά με περιουσιακά ζητήματα και την κατάταξή τους στην αθωνική ιεραρχία.

Παρόλο που η προφορική παράδοση τοποθετεί την ίδρυσή της τον 6ο αιώνα, εν τούτοις σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες η μονή εμφανίζεται  πριν το τέλος του 10ου αιώνα. Κτήτορα έχει τον Αγιο Ξενοφώντα, ο οποίος  και διετέλεσε ηγούμενος.  Αρχικά τιμούσε τη μνήμη του Αγίου Γεωργίου και είχε μικρές διαστάσεις. Το 1083 απέκτησε δεύτερο κτήτορα, όταν ο βυζαντινός δρουγγάριος (ναύαρχος) Στέφανος εκάρη μοναχός με το όνομα Συμεών, και επέκτεινε το μοναστηριακό συγκρότημα. Η παράλια θέση του, όμως, προκάλεσε το 1225 την καταστροφική επιδρομή Λατίνων πειρατών. Κατάφερε όμως να ανακάμψει στις αρχές του 14ου αιώνα, επί ηγουμενίας του Βαρλαάμ (1312-1325).

Από το 1425 εισήλθε σε μια σκοτεινή ιστορική περίοδο, κατά την οποία βρέθηκε υπό τον έλεγχο σλάβων μοναχών. Κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας στηρίχθηκε από τις δωρεές πιστών από τη Βλαχία, από τις  προσόδους της Σκήτης «Ρόμβας», αλλά και τα από τα εισοδήματα δύο χωριών που της είχαν αποδοθεί από Ρουμάνους ηγεμόνες. Διακατείχε, επίσης, περιουσιακά στοιχεία στη Θεσσαλονίκη, στη Χαλκιδική και στη Λήμνο. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της μονής Ξενοφώντος αποτελούν τα δύο Καθολικά που είναι αφιερωμένα στον Αγιο Γεώργιο. Το αρχαιότερο χρονολογείται από τον  11ο αιώνα και ο νάρθηκάς του εφάπτεται στην ανατολική πλευρά της Τράπεζας. Είναι από τα μικρότερα στο Ορος, με τοιχογραφίες της κρητικής σχολής του 1544 στον κυρίως ναό, που αποδίδονται στον αγιογράφο Αντώνιο.

Ο νάρθηκας ιστορείται το 1564 από τον Θεοφάνη που ζωγράφισε και τη μονή Σταυρονικήτα. Χαρακτηριστικό για την τεχνική της ξυλογλυπτικής του είναι το τέμπλο του 17ου αιώνα. Το νεότερο, πολύ μεγάλο, Καθολικό, στο βόρειο μέρος της αυλής, ολοκληρώθηκε το 1837. Εχει μαρμαρόγλυπτο τέμπλο από μάρμαρα της Τήνου και του Αθωνα.

Υπάρχουν 11 παρεκκλήσια, εκ των οποίων τα 3 είναι εικονογραφημένα.  Στο σκευοφυλάκιο, μεταξύ άλλων, υπάρχει  ανάγλυφο εικονίδιο της Μεταμορφώσεως του 13ου αιώνα σε στεατίτη λίθο και οι ψηφιδωτές εικόνες του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου που χρονολογούνται το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα. Εξάρτημα του μοναστηριού είναι η σκήτη του Ευαγγελισμού που ιδρύθηκε το 1766 και στην οποία μονάζουν ασκητές που ασχολούνται με την αγιογραφία, τη βιβλιοδεσία και την ξυλογλυπτική.

Μονή Ξηροποτάμου

Συγκαταλέγεται στα αρχαιότερα μοναστήρια του Ορους και βρίσκεται σε απόσταση 45 λεπτών πεζοπορίας από τη Δάφνη, στη νοτιοδυτική πλευρά της χερσονήσου. Το όνομά της πήρε από έναν παρακείμενο ξεροπόταμο. Παρόλο που η παράδοση ισχυρίζεται ότι ιδρύθηκε το 424 από την αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μικρού, την Πουλχερία, οι γραπτές πηγές αναφέρουν ως χρόνο σύστασής της το 924, και  κτήτορά της τον μοναχό  Παύλο που την έκτισε με την συνδρομή του Ρωμανού Α΄ του Λεκαπηνού. Το 956 έλαβε μια γενναία κτηματική δωρεά από κάποιον πρωτοσπαθάριο με το όνομα Ιωάννης. Η περίοδος της ακμής της διακόπηκε βίαια  όταν τον 13ο αιώνα δέχτηκε επιδρομές από Φράγκους πειρατές. Την εποχή εκείνη φαίνεται ότι αφιερώθηκε στους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Ανακαινίστηκε από τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο, αλλά κάηκε για πολλοστή φορά το 1507 και τότε ήρθε η σειρά του σουλτάνου Σελίμ Α΄ που της απένειμε προνόμια για να τη στηρίξει.

Το σημερινό κτιριακό συγκρότημα χρονολογείται από τον 18ο αιώνα. Το Καθολικό έχει ανεγερθεί ανάμεσα στα 1761 και 1763 από τον Σκοπελίτη λόγιο μοναχό Καισάριο Δαπόντε, με χρήματα από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Οι τοιχογραφίες είναι του 1783 και απεικονίζουν στον κυρίως ναό σκηνές από την Καινή Διαθήκη, στη λιτή από την Παλαιά Διαθήκη και στο νάρθηκα από την Αποκάλυψη. Υπάρχει εξαιρετικό ξυλόγλυπτο χρυσωμένο τέμπλο με φυτικό διάκοσμο. Στο Ιερό του ναού, σύμφωνα με την παράδοση, φυλάσσεται το μεγαλύτερο στον κόσμο τμήμα του Τιμίου Σταυρού. Η τράπεζα αγιογραφήθηκε το 1859 από τους Αρσένιο και Νικηφόρο. Συνολικά υπάρχουν 16 παρεκκλήσια εκ των οποίων τα 5 είναι χωρίς τοιχογραφίες.

Αξίζει να επισημανθεί ένα ενδιαφέρον περιστατικό από τη μακραίωνη ιστορία της. Στην Επανάσταση του 1821, τουρκικό στρατιωτικό τμήμα παρέμεινε στη μονή μέχρι το 1829. Οταν τέλειωσε ο πόλεμος οι μοναχοί επανήλθαν και έκαναν περιοδεία του Τιμίου Ξύλου και των λειψάνων των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες ώστε να συγκεντρώσουν τους απαραίτητους πόρους για την ανασυγκρότηση των κτιρίων. Στο σκευοφυλάκιο, ανάμεσα στα πολύτιμα κειμήλια, ξεχωρίζει ένα από αριστουργήματα της βυζαντινής μικροτεχνίας, ο περίφημος δίσκος από στεατίτη λίθο που ονομάζεται «φιάλη της Πουλχερίας». Στη βιβλιοθήκη στεγάζονται 409 χειρόγραφα, από τα οποία τα 20 σε περγαμηνή, και περίπου 5.000 βιβλία.

Μονή Παντελεήμονος

Το μεγάλο κτιριακό συγκρότημα που είναι  γνωστό ως το «Pωσικό», βρίσκεται βόρεια της Δάφνης, στη βορειοδυτική πλευρά της Αθωνικής χερσονήσου. Ανάγει την καταγωγή του σε δυο βυζαντινά μοναστήρια, της Θεοτόκου του Ξυλουργού και του Αγίου Παντελεήμονος,  που συγχωνεύτηκαν τον 12ο αιώνα. Η μονή Ξυλουργού, στη θέση της σημερινής σκήτης της Θεοτόκου, κατοικήθηκε από ρώσους μοναχούς τον 11ο αιώνα.

Η μονή Παντελεήμονος, το σημερινό «Παλαιομονάστηρο», ερημώθηκε το 1169 όταν κατελήφθη από ρώσους ασκητές. Τότε δόθηκε η άδεια από τον «Πρώτο» του Ορους στους Ρως (οι ρώσοι του μεσαίωνα) να ανακαινίσουν και να οχυρώσουν το μοναστήρι. Υστερα από την πυρπόλησή του, τον 13ο αιώνα, βρέθηκε υπό την προστασία των Σέρβων ηγεμόνων και γνώρισε ημέρες ευημερίας. Η σημερινή μονή κτίστηκε το 1765 με τη συνδρομή της Φαναριώτικης οικογένειας των Καλλιμάχηδων που ήταν ηγεμόνες της Βλαχίας.

Από το 1835 άρχισαν να έρχονται οι πρώτοι Ρώσοι μοναχοί, ύστερα από απουσία πολλών χρόνων, ενώ το 1875 εξελέγη ο πρώτος ρωσικής καταγωγής ηγούμενος. Οι πλούσιες δωρεές της τσαρικής οικογένειας έδωσαν μεγάλη αίγλη και ισχύ στη μονή η οποία στις αρχές του 20ου αιώνα ξεπέρασε τους 1000 μοναχούς, με άλλους τόσους να είναι εργάτες, επαγγελματίες και εναλλασσόμενοι επισκέπτες. Η ταραχή που ξέσπασε στο μοναστήρι µε την αίρεση των ονοµατολατρών  έστειλε πολλούς στην εξορία, ενώ η Οκτωβριανή επανάσταση ανέκοψε την προσέλευση νέων μοναχών.

Στη στέγη του καθολικού υψώνονται οκτώ βολβόμορφοι τρούλοι ρωσικής τεχνοτροπίας. Τιμάται στο όνομα του Αγίου Παντελεήμονος και σύμφωνα με τη σχετική επιγραφή κτίστηκε μεταξύ 1812 και 1821 από τον Σκαρλάτο Καλλιμάχη. Συνδυάζει στοιχεία της ρώσικης ναοδομίας και του αθωνικού τύπου. Οι ιερές ακολουθίες έχει οριστεί με σιγίλιο να τελούνται  εκ περιτροπής στην ελληνική και στη ρωσική γλώσσα.

Το μοναστήρι κατέχει 35 παρεκκλήσια. Απέναντι από την είσοδο του Καθολικού συναντάμε το ανεξάρτητο κτίριο της Τράπεζας που ανεγέρθηκε το 1893. Το μέγεθός του εντυπωσιάζει, αφού μπορεί να σιτίσει μέχρι 1000 άτομα. Εξίσου θαυμαστή είναι στο κωδωνοστάσιο η μεγάλη καμπάνα η οποία, όπως λέγεται, όταν σημαίνει ακούγεται μέχρι τις Σποράδες! Εχει περιφέρεια 8,71μ., διάμετρο 2,71 και βάρος 13.000 κιλά!

Μονή Παντοκράτορος

Στη βορειοδυτική πλευρά της Αθωνικής χερσονήσου, δίπλα στη θάλασσα βρίσκεται η μονή Παντοκράτορος, ανάμεσα σε αυτές του Βατοπεδίου και των Ιβήρων. Ιδρυτές της θεωρούνται ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός  και ο βυζαντινός μέγας στρατοπεδάρχης Αλέξιος Στρατηγόπουλος, μαζί με τον αδελφό του μέγα πριμηκύριο Ιωάννη (γύρω στα 1350).  Παρόλα αυτά δεν αναφέρεται στις πηγές παρά μόνο στα μέσα του 14ου αιώνα. Στο μουσείο του Ερµιτάζ, στην Πετρούπολη, εκτίθεται η τεράστια εικόνα του Παντοκράτορος Χριστού που αφιερώθηκε από τα αδέλφια στο μοναστήρι.

Το 1394 η μονή καταστράφηκε από πυρκαγιά και αναστηλώθηκε με τη χορηγία του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’. Την ίδια κακή τύχη είχε το 1773 και το 1948 όταν υπέστη καταστρεπτικές πυρκαγιές, αλλά κατάφερε να ανακάμψει. Η περιουσία της εκτεινόταν στη Θάσο, τη Λήμνο, τη Χαλκιδική και σ’ ένα μετόχι κοντά στις Σέρρες. Κατά την τουρκοκρατία δέχθηκε την οικονομική ενίσχυση των  ηγεμόνων των παραδουνάβιων περιοχών, αλλά και αυτής ακόμα της Μεγάλης Αικατερίνης.

Στην ανατολική πλευρά του πρόπυλου της εισόδου της μονής υπάρχει κρήνη με την καρκινική επιγραφή: «ΕΥ Ω ΠΑΓΑ ΣΩΜΑ ΝΟΟΝ ΑΜ'ΩΣ ΑΓΑΠΩ ΥΕ» (Καλή μου πηγή, το σώμα και συνάμα το νου, καθώς επιθυμώ, δρόσιζέ τα). Το Καθολικό  είναι αφιερωμένο στη Μεταµόρφωση του Σωτήρος και είναι σύγχρονο με την εποχή ανέγερσης της μονής. Αγιογραφήθηκε στο τρίτο τέταρτο του 14ου αιώνα και επιζωγραφήθηκε το 1854  από τον Ματθαίο Ιωάννη, με καταγωγή από τη Νάουσα. Το  τέμπλο θεωρείται από τα παλαιότερα του Αγίου Ορους. Στο ναό υπάρχει η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Γερόντισσας. Η Τράπεζα κτίστηκε το 1741 και ανιστορήθηκε το 1742, ενώ το κωδωνοστάσιο είναι του 19ου αιώνα.

Στις Καρυές το μοναστήρι έχει μετόχι που είναι γνωστό ως κελί «του Ραβδούχου». Αποτελεί εξάρτημά του από την εποχή των κτητόρων του το 1357. Σήμερα από το παλιό μοναστηράκι σώζονται ο ναός και ο πύργος τον οποίο προσάρτησαν οι δύο κτήτορες αδελφοί το 1357. Στο μοναστήρι φυλάσσονται αρκετά λείψανα αγίων όπως του Θεοδώρου του Στρατηλάτου, των Αγίων Κοσµά και ∆αµιανού κι ένα κομμάτι της ασπίδας του Αγίου Μερκουρίου. Η βιβλιοθήκη αριθμεί περίπου 350 χειρόγραφους κώδικες και περί τα 3,500 βιβλία. Διάσημο είναι ένα μεγαλογράμματο Ψαλτήρι του 9ου αιώνα. Διαθέτει πολλά ελληνικά και τουρκικά έγγραφα μεταξύ των οποίων κι ένα βλαχικό του 17ου αιώνα. Από τη μονή  εξαρτάται και η Σκήτη του Προφήτη Ηλία η οποία ιδρύθηκε το 1759 από τον Ρώσο μοναχό Παϊσιο.

Μονή Σίμωνος Πέτρας

Είναι το πιο επιβλητικό μοναστήρι, αφού ριζώνει τα θεμέλιά του πάνω σε έναν απόκρημνο βράχο ύψους 333 μ. στην νοτιοδυτική πλευρά του Αγίου Ορους. Είναι γνωστό στους προσκυνητές ως Σιμονόπετρα και απέχει μόλις 15 λεπτά με αυτοκίνητο από τη Δάφνη. Η θέα του αφήνει αποσβολωμένο  τον επισκέπτη, αφού μοιάζει να αιωρείται μεταξύ γης και ουρανού. Αποτελεί ένα θαυμαστό αρχιτεκτονικό επίτευγμα.

Tο κτιριακό συγκρότημα, συνολικής επιφάνειας 7,000 τ.μ., αναπτύσσεται σε επτά ορόφους με πολλούς εξώστες.  Η ιστορία της μονής ξεκινά στα μέσα του 14ου αιώνα, αν και η παράδοση μαρτυρεί ότι ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα  από τον ερημίτη όσιο Σίμωνα. Η οικονομική υποστήριξη το 1364 από τον σέρβο ηγεμόνα  των Σερρών Ιωάννη Ουγγλέση οδήγησε στην κτιριακή επέκταση, ενώ παράλληλα  πιστοποιήθηκε η κυριαρχία του με  κτητορικό χρυσόβουλλο.

Το μοναστήρι προφυλάχτηκε από τους διάφορους κακόβουλους επιδρομείς εξαιτίας της δυσπρόσιτης θέσης του, αλλά πολλές φορές καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από πυρκαγιές, όπως αυτές του 1580, του 1622 και του 1891, όταν κάηκε το καθολικό και η βιβλιοθήκη. Με τον ιδρώτα του προσώπου τους οι μοναχοί στις διάφορες εποχές ανοικοδόμησαν από τη στάχτη τους τις πολυώροφες πτέρυγες που κρέμονται πάνω από τον βράχο, προκαλώντας ίλιγγο.

Το μικρό μολυβδοσκέπαστο Καθολικό της Γέννησης του Χριστού καταλαμβάνει τη μικρή αυλή στην κορυφή του βράχου. Ο προσκυνητής παρατηρεί ότι δεν έχει τοιχογραφίες, αφού αυτές καταστράφηκαν από τη πυρκαγιά του 1891 όταν κατέπεσε η «λιτή» (ο ευρύχωρος νάρθηκας των μοναστηριακών ναών) και αποτεφρώθηκε η βιβλιοθήκη που υπήρχε στο δεύτερο όροφο. Στον ιστορικό Σπυρίδωνα Λάμπρο οφείλουμε τη λεπτομερή περιγραφή των περίπου 250 χειρογράφων που θησαυρίζονταν εκεί. Χαρακτηριστικό στοιχείο στο αρχιτεκτονικό σύνολο αποτελεί το υδραγωγείο της με τις δύο σειρές τοξοστοιχιών οι οποίες σε διαφορετικές χρονικές περιόδους έχουν κτιστεί και επισκευαστεί.

Στο εσωτερικό της συναντάμε τα παρεκκλήσια του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, του Αγίου Χαραλάμπους και των Αρχαγγέλων. Υπάρχουν και πολλά παρεκκλήσια στο κοιμητήριο, στον αρσανά και στα διάφορα καθίσματα και σκήτες. Καταστροφές υπέστησαν από την μεγάλη πυρκαγιά τον Αύγουστο του 1990. Κατέχει τη 13η θέση στην ιεραρχία των αθωνικών μονών.

Μονή Σταυρονικήτα

Βρίσκεται  στη βορειοανατολική πλευρά του Αθωνα ανάμεσα στη μονές Ιβήρων και Παντοκράτορος. Θεμελιωμένο πάνω σε ένα μεγάλο απόκρημνο βράχο με θέα στον Στρυμωνικό κόλπο, ήκμασε κυρίως τα μεταβυζαντινά χρόνια. Παρόλο που είναι το μικρότερο σε μέγεθος μοναστήρι του Ορους, ο φρουριακός χαρακτήρας  του, με τον αμυντικό πύργο και τους τοξωτούς πεσσούς του υδραγωγείου, συνθέτουν ένα εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό σύνολο. Το υδραγωγείο κατασκευάστηκε με δαπάνες του ηγεμόνα της Βλαχίας Σερμπάν Καντακουζηνού (1679-1688).

Οι απαρχές της σύστασής του τοποθετούνται μεταξύ του 10ου και 11ου αιώνα. Η παράδοση άλλοτε μιλά για τον κτήτορά της, κάποιον Νικήτα ή Σταυρονικήτα Νικηφόρο, αξιωματικό του Τσιµισκή, ή λέει ότι κοντά της κάποτε υπήρχαν οι σκήτες του Σταυρού και του Νικήτα. Πάντως η πρώτη αναφορά στη μονή αυτή γίνεται σε έγγραφο του 1013. Τον 13ο αιώνα υπέστη καταστροφές από πειρατικές επιδρομές, εγκαταλήφθηκε από την μοναχική αδελφότητα, και το 1287 περιήλθε στη δικαιοδοσία του Κουτλουμουσίου. Το 1533 ο Γρηγόριος από το μοναστήρι του Γηρομερίου, αγόρασε τη Σταυρονικήτα από τη Φιλοθέου και την ανέστησε.

Το Καθολικό  του 1541 αφιερωμένο στον Αγιο Νικόλαο, σχετίζεται μ’ έναν σημαντικό σταθμό στην ιστορία της,  όταν  ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Α΄ συνέβαλλε στην επαναλειτουργία της. Λόγω έλλειψης χώρου είναι το μοναδικό που δεν έχει το χαρακτηριστικό της αγιορείτικης ναοδομίας, τις πλάγιες ημικυκλικές κόγχες των δύο χορών των ψαλτών. Οι τοιχογραφίες, οι εικόνες από το τέμπλο και τα βημόθυρα, είναι του 1546. Αποτελούν εξαιρετικά δείγματα της τέχνης του Θεοφάνη Στρελίτζα από το Ηράκλειο της Κρήτης. Στη μονή υπάρχει και μια εξαιρετική ψηφιδωτή εικόνα του Αγίου Νικολάου του Στρειδά,  του 16ου αιώνα περίπου.

Μονή Φιλοθέου

Βρίσκεται στη βορειανατολική πλευρά της Αθωνικής χερσονήσου, σε απόσταση περίπου δυόμισι ωρών από τις Καρυές. Είναι κτισμένη σε υψόμετρο 316 μ. και γειτνιάζει με την Ιβήρων. Σύμφωνα με μια παράδοση του 18ου αιώνα ιδρύθηκε από τον Φιλόθεο, μαθητή του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη πριν το 972. Σε ένα χαμένο χειρόγραφο του 19ου αιώνα, το οποίο είχε δημοσιεύσει ο βυζαντινολόγος Πορφύριος Ουσπένσκι, γίνεται αναφορά της ύπαρξης του μοναστηριού το 992.

Τα ιστορικά δεδομένα μιλούν για την οικοδόμησή κτιριακών εγκαταστάσεων από τον  αυτοκράτορα Νικηφόρο Βοτανειάτη (1078-1081). Η ενίσχυση του μοναστηριού συνεχίστηκε το 1284 από τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο, εποχή κατά την οποία ο ηγούμενός του ορίστηκε πνευματικός του Παλατιού. Τα αρχεία μνημονεύουν την υποστήριξη αξιωματούχων της αυτοκρατορίας όπως οι γονείς της Θεοδώρας Παλαιολογίνας Φιλανθρωπινής, του θείου του Ανδρόνικου Β’, καθώς και του πρωτοβεστιάριου Ανδρόνικου Παλαιολόγου.

Η ιδιοκτησία της μονής μεγάλωσε με εκτάσεις στην κοιλάδα του Στρυμώνα και στη Λήμνο. Από το 1346 η αδελφότητα της μονής είχε την υποστήριξη των σέρβων ηγεμόνων. Γύρω στα 1500 ο Γεωργιανός ηγεμόνας Λεόντιος χρηματοδότησε έργα επέκτασης και ανακαίνισης. Στα μέσα του 14ου αιώνα εγκαταστάθηκαν κάποιοι σέρβοι μοναχοί και τον 15ο αιώνα η μονή έγινε ιδιόρρυθμη. Σταθμός στην ιστορία της είναι η  πυρκαγιά που ξέσπασε το 1871 και κατέστρεψε ένα μέρος των κτισμάτων της.

Το 1746  ανοικοδομήθηκε το Καθολικό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου πάνω σε παλαιότερα θεμέλια. Στις δαπάνες του έργου συνέβαλε με ετήσια χορηγία υπέρ της μονής, ο ηγεμόνας της Βλαχίας Γκίκας. Οι τοιχογραφίες του κυρίως ναού είναι του 1752 και το δάπεδό της είναι καλυμμένο με μάρμαρο. Η λιτή και ο έξω νάρθηκας αγιογραφήθηκαν το 1765. Σε προσκυνητάρι υπάρχει η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας. Η παράδοση τη συναριθμεί ανάμεσα στις 70 εικόνες που ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Σύμφωνα με μια νεότερη παράδοση οι μοναχοί υποστήριζαν ότι η μονή κατέχει πολύτιμα κειμήλια, όπως ένα καρφί από τη Σταύρωση του Χριστού που ήταν αφιέρωμα του Ανδρόνικου Γ’.  Τον 14ο αιώνα εδώ λειτουργούσε εργαστήριο αντιγραφής χειρογράφων.

Μονή Χελανδαρίου

Στη βορειανατολική πλευρά του Αθωνα, ο προσκυνητής φτάνει μετά από 45 λεπτά πεζοπορίας από τον αρσανά στη μονή Χε(ι)λανδαρίου. Κάποιοι ετυμολογούν την ονομασία αυτή από τον αρχικό ιδρυτή του τον χελανδάριο, τον πλοίαρχο ενός βυζαντινού τύπου πλοίου που ονομάζονταν χελάνδιον. Τα ιστορικά δεδομένα όμως μιλούν για τη σύσταση  της μονής το 1197, από τον μεγάλο ζουπάνο της Σερβίας Στέφανο Νεμάνια και τον γιο του Ράστκο, που μετέπειτα μόνασαν εκεί με το όνομα Συµεών και Σάββας. Ο δεύτερος αργότερα αναδείχθηκε αρχιεπίσκοπος των Σέρβων. Μετά το θάνατο τους ανακηρύχθηκαν και οι δύο άγιοι της Σερβικής Εκκλησίας και απολαμβάνουν μέχρι σήμερα ξεχωριστής τιμής από τον σερβικό λαό.

Η εγκατάσταση των σέρβων μοναχών επικυρώθηκε  το 1198 με χρυσόβουλο του Αλεξίου Γ’ Αγγέλου. Για αιώνες και  μέχρι σήμερα το μοναστήρι κατέστη προπύργιο του σερβικού μοναχισμού. Αργότερα στηρίχθηκε οικονομικά από τον πρίγκιπα Στέφανο Μιλούτιν, με τη δωρεά του οποίου ανεγέρθηκε ο επιβλητικός  πύργος στον δρόμο προς τον αρσανά. Κατά τους χρόνους του οθωμανικού ζυγού προστάτης του αναδείχτηκε ο ηγεμόνας Νεαγκόε Μπασαράµπ. Το μοναστήρι τον 17ο  προχώρησε σ’ ένα σπουδαίο ανακαινιστικό έργο, επεκτείνοντας τις πτέρυγές του, τοιχογραφώντας την τράπεζα και εξωραΐζοντας το καθολικό. Περί τα μέσα του ίδιου αιώνα η βιβλιοθήκη ήταν ανάμεσα στις πιο αξιόλογες σλαβικές βιβλιοθήκες.

Με το μοναστήρι αυτό συνδέεται και η μοναδική, ίσως, παραβίαση του άβατου, όταν το 1345 το επισκέφθηκε ο περίφημος κράλης  της Σερβίας Στέφανος Δουσάν με τη γυναίκα του Ελισσάβετ, η οποία αργότερα έγινε μοναχή στις Σέρρες. Το κτιριακό συγκρότημα δοκιμάστηκε σκληρά από πυρκαγιές το 1722 και το 1891. Η πυρκαγιά τον Μάρτιο του 2004 αποτέφρωσε περίπου τις μισές κτιριακές εγκαταστάσεις.

Το καθολικό είναι αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου και κτίστηκε στις αρχές του 14ου αιώνα, πάνω σε θεμέλια αρχαιότερου ναού. Από αυτόν διασώζεται το δάπεδο από λευκό μάρμαρο με τον μεγάλο σταυρό στη μέση που περιβάλλεται από ταινίες πολύχρωμων μαρμαροθετημάτων. Το 1319 οι αγιογράφοι Ευτύχιος και Μιχαήλ ιστόρησαν το ναό με εικόνες μακεδονικής τεχνοτροπίας. Σήμερα γίνεται προσπάθεια να αναδειχθούν οι αρχικές τοιχογραφίες που επιζωγραφήθηκαν το 1804. Διαθέτει ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1774. Εδώ υπάρχει και ο αρχικός τάφος του Αγίου Συμεών.

Κείμενα: Δρ. Αντώνιος Γ. Δικαίος/ Θεολόγος - Περιβαλλοντολόγος.

Ιερές Μονές- φωτογραφικό υλικό

Δοχειαρίου
Ζωγράφου
Καρακάλλου
Κωνσταμονίτου
Ιβήρων
Ιβήρων
Κουτλουμουσίου
Κουτλουμουσίου
Αγίου Παύλου
Διονυσίου
Εσφιγμένου
Εσφιγμένου
Γρηγορίου
Χιλανδαρίου
Μεγίστης Λαύρας
Παντελεήμονος
Φιλοθέου
Σίμωνος Πέτρας
Σταυρονικήτα
Σταυρονικήτα
Βατοπεδίου
Βατοπεδίου
Ξενοφώντος
Ξηροποτάμου
Παντοκράτορος
Αγίου Ανδρέα
 
 
 
 

Θαυματουργές Εικόνες

Το Άγιον Όρος είναι γνωστό ως το «Περιβόλι της Παναγίας». Ως ο κατ' εξοχήν τόπος που τιμάται, που εμφανίζεται, που ενεργεί και αναπαύεται το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, ως «ο νοητός της Θεοτόκου και ωραίος Παράδεισος». Σύμφωνα με την παράδοση, το Άγιον Όρος δόθηκε ως κλήρος στην Παναγία από τον ίδιο τον Κύριο: «Έστω ο τόπος ούτος κλήρος σον και περιβόλαιον σον και Παράδεισος, έτι δε λιμήν σωτήριος των θελόντων σωθήναι»..
Ενώ η πρώτη Εύα έπεσε στον αρχέγονο παράδεισο, η δεύτερη Εύα, ως Μητέρα του δεύτερου Αδάμ, ξεδιπλώνει, τη χάρη των ονομάτων της μέσα στο νέο παράδεισο του Αγίου Όρους. Η Κυρία των αγγέλων εμφανίζεται ως Κυρία του αγγελικού τάγματος των μοναχών. Η Κεχαριτωμένη φανερώνει τις χάριτες που απορρέουν από τη χάρη της, μέσα από εικόνες, προσκυνήματα, ευλογημένες αθωνικές γωνιές, γεγονότα της ζωής, προσδοκώμενες ανταποκρίσεις σε αιτήματα, ανέλπιστες απαντήσεις σε δοξολογικά ξεσπάσματα, εμφανίσεις σε εξαγιασμένους ασκητές, μέσα στη κατάνυξη του κελιού ή στην λαμπρότητα του ναού. Παντού και πάντοτε, σε κάθε τόπο και σε κάθε σημείο, ελλοχεύει μια ανεπανάληπτη αφορμή, μια μοναδική ευκαιρία να ζήσει κανείς το αγκάλιασμα της Θεοτόκου.
Δεν υπάρχει ίσως αγιορείτης μοναχός που να μη ζει την Παναγία ως Παναγία του, ως κύρια και πρώτη προσφυγή του, ως αμετάθετο ελπίδα, ασφάλεια και προστασία του, ως πρέσβειρα και μητέρα του, ως πλησίον και μόνιμο σύντροφο του, ως εναγκαλιστή των πληγών και ανάδοχο των δοκιμασιών του.
Κάθε ψάλτης από το «Άξιον Εστί» θα αρχίσει τα μαθήματά του και με αυτό θα αποδώσει την καλύτερη τέχνη του. Κάθε αγιογράφος ή ξυλο­γλύπτης, τα πρώτα και καλύτερα έργα που θα φιλοτεχνήσει θα απεικονίζουν το θεομητορικό πρόσωπο. Κάθε ησυχαστής σε αυτή θα καταθέσει τη θερμότερη προσευχή του. Κάθε μοναστήρι μια δική της εικόνα θα περιβάλλει με το απαύγασμα της ευλάβειας του.
Γεγονότα ιστορικά, ανάγκες καθημερινές, ζωντανά θαύματα, περιστατικά και συγκυρίες, ιδιώματα θεομητορικά αποτυπώνονται σε κάθε εικόνα που κοσμεί με την καλλιτεχνική ομορφιά της και παρηγορεί με την παρουσία της κάθε Ιερά Μονή του Αγίου Όρους. Έτσι, εκτός από την Παναγία του «Άξιον Εστί» στο Πρωτάτο ή την Πορταϊτισσα στην Ιερά  Μονή Ιβήρων, έχουμε την Παναγία του Ακάθιστου στην Ιερά Μονή Διονυσίου, τη Μυροβλύτισσα στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου, την Τριχερούσα στην Ιερά Μονή  Χιλανδαρίου, τη Γοργοϋπήκοο στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου, την Οδηγήτρια στην Ιερά Μονή Ξενοφώντος, την Παραμυθία στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, τη Γλυκοφιλούσα στην Ιερά Μονή Φιλόθεου και πλήθος άλλων.

Αγία Ζώνη

Η Τίμια Ζώνη της Θεομήτορος είναι το μοναδικό κειμήλιο που σώζεται από την επίγεια ζωή της και ένα τμήμα της φυλάσσεται στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. Σύμφωνα με την παράδοση, η ίδια η Θεοτόκος έφτιαξε τη Ζώνη από τρίχες καμήλας. Μετά τη Μετάστασή Της και την παράδοση της Ζώνης στον Απόστολο Θωμά, δυο φτωχές ευλαβείς γυναίκες από την Ιερουσαλήμ ανέλαβαν τη διαφύλαξή της. Αυτό συνεχιζόταν από γενιά σε γενιά με ευλαβείς παρθένες που κατάγονταν από αυτήν την οικογένεια. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Αρκάδιος μετέφερε τη Ζώνη στην Κωνσταντινούπολη και την τοποθέτησε σε λειψανοθήκη που την ονόμασε «Αγία Σωρό».

Αργότερα, η κόρη του Αρκάδιου, Πουλχερία όταν έγινε Αυτοκράτειρα κέντησε τη Ζώνη με χρυσή κλωστή και ανήγειρε το ναό των Χαλκοπρατειών, όπου τοποθέτησε τη λειψανοθήκη. Γύρω στο 1150, η Τίμια Ζώνη τεμαχίστηκε και μοιράστηκαν τεμάχια σε ναούς.

Κατά τη βασιλεία του Μανουήλ Α’ Κομνηνού καθιερώθηκε επίσημα η γιορτή της Αγίας Ζώνης στις 31 Αυγούστου, διότι την ημερομηνία αυτή ο αυτοκράτορας Αρκάδιος κατέθεσε τη Ζώνη στην «Αγία Σωρό». Στην Δ’ Σταυροφορία, το 1204, κλάπηκαν τεμάχια της Αγίας Ζώνης από τους σταυροφόρους, όμως κάποιοι ευλαβείς χριστιανοί έκρυψαν ένα τεμάχιο. Μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261 από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, το τεμάχιο της Αγίας Ζώνης τοποθετήθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Αυτό το τεμάχιο, αφιερώθηκε από τον αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ’ Κατακουζηνό (1341-1354) στη Μονή Βατοπαιδίου, ο οποίος στη συνέχεια παραιτήθηκε από το αυτοκρατορικό αξίωμα, έγινε μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ και μόνασε στη Μονή Βατοπαιδίου. Η Τίμια Ζώνη της Θεομήτορος διατηρεί τη χάρη της Παναγίας, καθαγιάζει τους πιστούς και τους απαλλάσσει από θλίψεις και ασθένειες.

Νικολάου, Μητροπολίτου Μεσογαίας

https://www.monastiriaka.gr/thaymatourges-eikones-w-61862.html